μεταναγιγνώσκομαι: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(25) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεταναγιγνώσκομαι]] (Α)<br />[[μετανοώ]] για [[κάτι]], μεταπείθομαι, [[αλλάζω]] [[γνώμη]] («[[Αἴας]] μετανεγνώσθη θυμῶν... μεγάλων τε νεικέων», <b>Σοφ.</b>). | |mltxt=[[μεταναγιγνώσκομαι]] (Α)<br />[[μετανοώ]] για [[κάτι]], μεταπείθομαι, [[αλλάζω]] [[γνώμη]] («[[Αἴας]] μετανεγνώσθη θυμῶν... μεγάλων τε νεικέων», <b>Σοφ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεταναγιγνώσκομαι:''' Παθ., [[μετανιώνω]] για [[κάτι]], με γεν., σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:20, 31 December 2018
English (LSJ)
Pass.,
A repent of, c. gen., Αἴας μετανεγνώσθη θυμοῦ (Herm. for θυμὸν) . . μεγάλων τε νεικέων S.Aj.717 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
μεταναγιγνώσκομαι: Παθ., μετανοῶ ἐπί τινι, μετὰ γεν., Αἴας μετανεγνώσθη θυμοῦ (οὕτως ὁ Ἕρμ. ἀντὶ τοῦ θυμόν)... μεγάλων τε νεικέων Σοφ. Αἴ. 717· ἀλλὰ τὸ ἐγνώσθην εἴτε ἁπλοῦν εἴτε σύνθετον, οὐδαμοῦ ἀπαντᾷ μετὰ ἐνεργητικῆς σημασίας, ὥστε πιθανῶς εἶναι παθητικόν, καὶ πρέπει νὰ ἑρμηνευθῇ «μετεπείσθη» ἢ κατὰ τὸν Ἡσύχ. «μετανεπείσθη», ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.
Greek Monolingual
μεταναγιγνώσκομαι (Α)
μετανοώ για κάτι, μεταπείθομαι, αλλάζω γνώμη («Αἴας μετανεγνώσθη θυμῶν... μεγάλων τε νεικέων», Σοφ.).
Greek Monotonic
μεταναγιγνώσκομαι: Παθ., μετανιώνω για κάτι, με γεν., σε Σοφ.