λιγύφθογγος: Difference between revisions
ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)
(23) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[λιγύφθογγος]], -ον)<br />αυτός που έχει καθαρή και διαπεραστική [[φωνή]], [[λιγυρός]] (α. «λιγύφθογγοι ὄρνιθες», Βάκχ.<br />β. «του Παρνασσού λιγύφθογγον Σπήλαιον», Κάλβ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιγύς]] «[[οξύς]], [[δυνατός]]» <span style="color: red;">+</span> [[φθόγγος]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[λιγύφθογγος]], -ον)<br />αυτός που έχει καθαρή και διαπεραστική [[φωνή]], [[λιγυρός]] (α. «λιγύφθογγοι ὄρνιθες», Βάκχ.<br />β. «του Παρνασσού λιγύφθογγον Σπήλαιον», Κάλβ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιγύς]] «[[οξύς]], [[δυνατός]]» <span style="color: red;">+</span> [[φθόγγος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λῐγύφθογγος:''' -ον ([[φθογγή]]), αυτός που έχει καθαρή, διαπεραστική [[φωνή]], λέγεται για τους κήρυκες, σε Όμηρ.· λέγεται για το [[αηδόνι]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A clear-voiced, in Hom. always epith. of heralds, Il.2.50, al., Od.2.6, etc.; αὐλίσκοι Thgn.241; ἀηδών Ar.Av.1380; ὄρνιθες B.5.23; μέλισσα (of a poet) Id.9.10; αὐδή Opp.H.5.620.
German (Pape)
[Seite 44] hell, laut tönend, rufend, bei Hom. stets Beiwort der Herolde, z. B. Il. 2, 442; αὐλίσκοι, Theogn. 241; πτέρυγες, der Heuschrecken, Mnasale. 10 (VII, 192).
Greek (Liddell-Scott)
λῐγύφθογγος: -ον, ἔχων λιγυράν, καθαρὰν καὶ διαπεραστικὴν φωνήν, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπίθ. τῶν κηρύκων, Ἰλ. Β. 442, κ. ἀλλ., Ὀδ. Β. 6, κτλ.˙ αὐλίσκοι Θέογν. 241˙ ἀηδὼν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1381, Βακχυλ. 9. 10., 5. 23 (ἔκδ. Blass).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la voix claire ou au bruit sonore.
Étymologie: λιγύς, φθέγγω.
English (Autenrieth)
loud-voiced, clearvoiced.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α λιγύφθογγος, -ον)
αυτός που έχει καθαρή και διαπεραστική φωνή, λιγυρός (α. «λιγύφθογγοι ὄρνιθες», Βάκχ.
β. «του Παρνασσού λιγύφθογγον Σπήλαιον», Κάλβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + φθόγγος.
Greek Monotonic
λῐγύφθογγος: -ον (φθογγή), αυτός που έχει καθαρή, διαπεραστική φωνή, λέγεται για τους κήρυκες, σε Όμηρ.· λέγεται για το αηδόνι, σε Αριστοφ.