μικρόψυχος: Difference between revisions
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ον (ΑΜ [[μικρόψυχος]], -ον)<br />[[μικροπρεπής]], [[ευτελής]], [[μηδαμινός]]<br />(νεοεελ.-μσν.) αυτός που στερείται ψυχικής δύναμης, [[δειλός]], [[λιπόψυχος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μικροψύχως</i> και <i>μικρόψυχα</i> (Α μικροψύχως)<br /><b>1.</b> άτολμα, [[δειλά]]<br /><b>2.</b> με μικρόψυχο τρόπο, στενόκαρδα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ψυχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[μεγαλό]]-<i>ψυχος</i>]. | |mltxt=-η, -ον (ΑΜ [[μικρόψυχος]], -ον)<br />[[μικροπρεπής]], [[ευτελής]], [[μηδαμινός]]<br />(νεοεελ.-μσν.) αυτός που στερείται ψυχικής δύναμης, [[δειλός]], [[λιπόψυχος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μικροψύχως</i> και <i>μικρόψυχα</i> (Α μικροψύχως)<br /><b>1.</b> άτολμα, [[δειλά]]<br /><b>2.</b> με μικρόψυχο τρόπο, στενόκαρδα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ψυχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[μεγαλό]]-<i>ψυχος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μῑκρόψῡχος:''' -ον ([[ψυχή]]), [[λιγόψυχος]], με αδύναμο [[φρόνημα]], σε Δημ., Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A meanspirited, Isoc.4.172 (Comp.), D.18.269, Arist.EN1123b10. Adv.-χως Procop.Gaz.Ep.59.
German (Pape)
[Seite 185] von kleiner Seele, niedriger Gesinnung, kleinmüthig, nach Arist. Eth. 4, 3 ὁ ἐλαττόνων ἑαυτὸν ἀξιῶν ἢ ἄξιος. Bei Dem. 18, 269 Einer, der Andere immer an das erinnert, was er ihnen Gutes gethan dat; bei Isocr. 4, 172 steht μικροψυχότερος dem ἐῤῥωμενέστερος gegenüber; auch Sp., wie Luc. D. Mer. 13. – Auch adv., Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκρόψῡχος: -ον, (ψυχὴ) ὁ ἔχων μικρὰν ψυχήν, μικρὸν καὶ ταπεινὸν φρόνημα, Ἰσοκρ. 76Β, Δημ. 316. 9, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικομ. 4. 3, 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a l’âme petite :
1 pusillanime;
2 envieux, jaloux;
Cp. μικροψυχότερος.
Étymologie: μικρός, ψυχή.
Greek Monolingual
-η, -ον (ΑΜ μικρόψυχος, -ον)
μικροπρεπής, ευτελής, μηδαμινός
(νεοεελ.-μσν.) αυτός που στερείται ψυχικής δύναμης, δειλός, λιπόψυχος.
επίρρ...
μικροψύχως και μικρόψυχα (Α μικροψύχως)
1. άτολμα, δειλά
2. με μικρόψυχο τρόπο, στενόκαρδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μεγαλό-ψυχος].
Greek Monotonic
μῑκρόψῡχος: -ον (ψυχή), λιγόψυχος, με αδύναμο φρόνημα, σε Δημ., Αριστ.