μουσοπόλος: Difference between revisions
Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich
(26) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μουσοπόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που υπηρετεί τις Μούσες, δηλ. ο [[ποιητικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που συνοδεύεται από [[μουσική]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[μουσοπόλος]]<br />ο [[αοιδός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοῦσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέλω]] / [[πέλομαι]] «περιφέρομαι»), <b>πρβλ.</b> <i>θεο</i>-[[πόλος]], <i>ονειρο</i>-[[πόλος]]. | |mltxt=[[μουσοπόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που υπηρετεί τις Μούσες, δηλ. ο [[ποιητικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που συνοδεύεται από [[μουσική]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[μουσοπόλος]]<br />ο [[αοιδός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοῦσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέλω]] / [[πέλομαι]] «περιφέρομαι»), <b>πρβλ.</b> <i>θεο</i>-[[πόλος]], <i>ονειρο</i>-[[πόλος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μουσοπόλος:''' -ον ([[πολέω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[υπηρέτης]] των Μουσών· <i>μουσόπολος στοναχά</i>, μελωδικότατος [[θρήνος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[βάρδος]], [[ραψωδός]], [[ποιητής]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A serving the Muses, poetic, οἰκία Sapph. 136 (s. v.l.); μ. στοναχά a tuneful lament, E.Ph.1499 (lyr.); χεῖρες, στέφανος, AP9.270 (Marc. Arg.), 12.257 (Mel.); μουσοπόλε θήρ, addressed to Pan, Castorio 2.5. II Subst., bard, minstrel, E.Alc. 445 (lyr., pl.), Rev.Phil.36.67 (Iconium, ii A. D.), Not.Scav.1912.327 (Ostia).
German (Pape)
[Seite 211] mit den Musen verkehrend, Dichter, Eur. Alc. 447; auch τίνα μουσοπόλον στοναχὰν ἀνακαλέσομαι, Phoen. 1505; δαίμων, Hermesian. bei Ath. XIII, 597 (v. 28); μουσοπόλοις χερσὶ πηκτίδα ἐπηρέθισα, M Arg. 23 (IX, 270); Ep. ad. 751 (App. 351); τραγικός, Boeth. (IX, 248).
Greek (Liddell-Scott)
μουσοπόλος: -ον, ὁ τὰς Μούσας θεραπεύων, ποιητικός, οἰκία Σαπφὼ 61· μ. στοναχά, θρῆνος μετὰ μουσικῆς, Εὐρ. Φοίν. 1500· χεῖρες, στέφανος Ἀνθ. Π. 9. 270., 12. 257. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἀοιδός, ποιητής, Εὐρ. Ἄλκ. 447.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui cultive les Muses ; ὁ μουσοπόλος poète.
Étymologie: μοῦσα, πολέω.
Greek Monolingual
μουσοπόλος, -ον (Α)
1. αυτός που υπηρετεί τις Μούσες, δηλ. ο ποιητικός
2. αυτός που συνοδεύεται από μουσική
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ μουσοπόλος
ο αοιδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -πολος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. θεο-πόλος, ονειρο-πόλος.
Greek Monotonic
μουσοπόλος: -ον (πολέω),·
I. υπηρέτης των Μουσών· μουσόπολος στοναχά, μελωδικότατος θρήνος, σε Ευρ.
II. ως ουσ., βάρδος, ραψωδός, ποιητής, στον ίδ.