μορφάζω: Difference between revisions
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[μορφάζω]]) [[μορφή]]<br />[[κάνω]] μορφασμούς, γκριμάτσες, [[συσπώ]] τους μυς του προσώπου μου, στραβομουτσουνιάζω<br /><b>μσν.</b><br />[[δίδω]] [[μορφή]], [[διαμορφώνω]], [[πλάθω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κινώ]] τα χέρια, [[χειρονομώ]]<br /><b>2.</b> [[μιμούμαι]]. | |mltxt=(ΑΜ [[μορφάζω]]) [[μορφή]]<br />[[κάνω]] μορφασμούς, γκριμάτσες, [[συσπώ]] τους μυς του προσώπου μου, στραβομουτσουνιάζω<br /><b>μσν.</b><br />[[δίδω]] [[μορφή]], [[διαμορφώνω]], [[πλάθω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κινώ]] τα χέρια, [[χειρονομώ]]<br /><b>2.</b> [[μιμούμαι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μορφάζω:''' ([[μορφή]]), [[χρησιμοποιώ]] μορφασμούς του προσώπου για να εκφράσω [[κάτι]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A gesticulate, X.Smp.6.4; make grimaces, μωκᾶσθαι καὶ μορφάζειν Phld.Vit.p.38 J., cf. Ael.NA1.29.
German (Pape)
[Seite 208] gestalten, bes. Gebehrden machen, gestikuliren; ἄλλως τε καὶ εἰ μορφάζοις ὥςπερ ἡ αὐλητρὶς καὶ σὺ πρὸς τὰ λεγόμενα, Xen. Conv. 6, 4; Sp., vgl. Poll. 4, 95, Ael. H. A. 1, 29.
Greek (Liddell-Scott)
μορφάζω: ποιῶ μορφασμούς, Ξεν. Συμπ. 6. 4· «στραβομουτσουνιάζω», Αἰλ. π. Ζ. 1. 29.
French (Bailly abrégé)
1 représenter, contrefaire, acc.;
2 abs. faire des mines, des grimaces, gesticuler.
Étymologie: μορφή.
Greek Monolingual
(ΑΜ μορφάζω) μορφή
κάνω μορφασμούς, γκριμάτσες, συσπώ τους μυς του προσώπου μου, στραβομουτσουνιάζω
μσν.
δίδω μορφή, διαμορφώνω, πλάθω
αρχ.
1. κινώ τα χέρια, χειρονομώ
2. μιμούμαι.
Greek Monotonic
μορφάζω: (μορφή), χρησιμοποιώ μορφασμούς του προσώπου για να εκφράσω κάτι, σε Ξεν.