μυριάρχης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυριάρχης]], ὁ (Α)<br />αυτός που διευθύνει [[δέκα]] χιλιάδες άνδρες, που [[είναι]] [[αρχηγός]] [[δέκα]] χιλιάδων [[ανδρών]] («χιλιάρχας τε καὶ μυριάρχας ἀποδέξαντες», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ταξι</i>-<i>άρχης</i>].
|mltxt=[[μυριάρχης]], ὁ (Α)<br />αυτός που διευθύνει [[δέκα]] χιλιάδες άνδρες, που [[είναι]] [[αρχηγός]] [[δέκα]] χιλιάδων [[ανδρών]] («χιλιάρχας τε καὶ μυριάρχας ἀποδέξαντες», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ταξι</i>-<i>άρχης</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μῡριάρχης:''' -ου, ὁ, [[αρχηγός]] 10.000 [[ανδρών]], σε Ηρόδ.· ομοίως, <i>μῡρί-αρχος</i>, <i>-ου</i>, <i>ὁ</i>, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 00:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐάρχης Medium diacritics: μυριάρχης Low diacritics: μυριάρχης Capitals: ΜΥΡΙΑΡΧΗΣ
Transliteration A: myriárchēs Transliteration B: myriarchēs Transliteration C: myriarchis Beta Code: muria/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A commander of 10,000 men, Hdt.7.81.

German (Pape)

[Seite 219] ὁ, = Folgdm, Her. 7, 81.

Greek (Liddell-Scott)

μῡριάρχης: -ου, ὁ, ἀρχηγὸς δεκακισχιλίων ἀνδρῶν, Ἡρόδ. 7. 81· οὕτω καὶ μῡρίαρχος, ον, ὁ Ξεν. Κύρ. 3. 3, 11, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
commandant de 10 000 hommes.
Étymologie: μυρίοι, ἄρχω.

Greek Monolingual

μυριάρχης, ὁ (Α)
αυτός που διευθύνει δέκα χιλιάδες άνδρες, που είναι αρχηγός δέκα χιλιάδων ανδρών («χιλιάρχας τε καὶ μυριάρχας ἀποδέξαντες», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. ταξι-άρχης].

Greek Monotonic

μῡριάρχης: -ου, ὁ, αρχηγός 10.000 ανδρών, σε Ηρόδ.· ομοίως, μῡρί-αρχος, -ου, , σε Ξεν.