μυριόμορφος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυριόμορφος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τον Διόνυσο και για τον Απόλλωνα) αυτός που έχει ή που παίρνει αναρίθμητες μορφές<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μυριόμορφον</i><br />το [[φυτό]] αχίλλεια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]])].
|mltxt=[[μυριόμορφος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τον Διόνυσο και για τον Απόλλωνα) αυτός που έχει ή που παίρνει αναρίθμητες μορφές<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μυριόμορφον</i><br />το [[φυτό]] αχίλλεια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μῡριόμορφος:''' -ον ([[μορφή]]), αυτός που έχει αναρίθμητες μορφές (λέγεται για τον Απόλλωνα), σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐόμορφος Medium diacritics: μυριόμορφος Low diacritics: μυριόμορφος Capitals: ΜΥΡΙΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: myriómorphos Transliteration B: myriomorphos Transliteration C: myriomorfos Beta Code: murio/morfos

English (LSJ)

ον,

   A of countless shapes, of Dionysus, AP9.524.13; of Apollo, ib.525.13; of Isis, APl.4.264.    II μυριόμορφον, τό, = Ἀχίλλειος, Ps.-Dsc.4.36.

German (Pape)

[Seite 219] unendlich vielgestaltig; so heißen Apollo und Dionysus, Hymn. (IX, 3, 524 u. 525, 13); Isis, Ep. ad. 271 (Plan. 264).

Greek (Liddell-Scott)

μῡριόμορφος: -ον, ὁ ἔχων ἀναριθμήτους μορφάς, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, κτλ., Ἀνθ. Π. 9. 525, 13: ― τὸ μυριόμορφον, ὄνομα τοῦ φυτοῦ ἀχιλλείου, Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθων) 4. 36.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui revêt mille formes.
Étymologie: μυρίοι, μορφή.

Greek Monolingual

μυριόμορφος, -ον (Α)
1. (για τον Διόνυσο και για τον Απόλλωνα) αυτός που έχει ή που παίρνει αναρίθμητες μορφές
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μυριόμορφον
το φυτό αχίλλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -μορφος (< μορφή)].

Greek Monotonic

μῡριόμορφος: -ον (μορφή), αυτός που έχει αναρίθμητες μορφές (λέγεται για τον Απόλλωνα), σε Ανθ.