νόησις: Difference between revisions
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(Bailly1_3) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de se mettre dans l’esprit, intellection, conception <i>ou</i> intelligence d’une chose;<br /><b>2</b> faculté de penser, intelligence, esprit.<br />'''Étymologie:''' [[νοέω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de se mettre dans l’esprit, intellection, conception <i>ou</i> intelligence d’une chose;<br /><b>2</b> faculté de penser, intelligence, esprit.<br />'''Étymologie:''' [[νοέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νόησις:''' ἡ, Ιων. [[νῶσις]], <i>-εως</i>, ευφυΐα, [[διάνοια]], [[σκέψη]], [[αντίληψη]] μέσω του μυαλού, αντίθ. προς το [[αἴσθησις]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:28, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. νῶσις Timo 44.2: εως, ἡ:—
A intelligence, understanding, opp. αἴσθησις, Diog.Apoll.3,al., Pl.Ti.28a, etc.; νοήσει καὶ οὐκ ὄμμασι Id.R.529b; superior to διάνοια, ib.511d; including ἐπιστήμη and διάνοια, ib.534a; ὁ νοῦς εἷς καὶ συνεχὴς ὥσπερ ἡ ν. Arist.de An.407a7; ν. νοήσεως Id.Metaph.1074b34: pl., processes of thought, Id.de An.407a24, Pr.917a39, Timol.c. II concrete, idea, concept, ἡ κοινὴ τοῦ θεοῦ ν. Epicur. Ep.3p.59U.
German (Pape)
[Seite 258] ἡ, das Wahrnehmen, bes. geistiges, Begreifen, Denken; νοήσει, ἀλλ' οὐκ ὄμμασι θεωρεῖν, Plat. Rep. VII, 529 b; καὶ λογισμός, 524 b; 534 b umfaßt er damit ἐπιστήμη u. διάνοια; τὸ νοήσει μετὰ λόγου περιληπτόν, Tim. 28 a; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
νόησις: Ἰων. νῶσις (Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 9. 23), -εως, ἡ, ἡ διὰ τοῦ νοῦ ἀντίληψις, σκέψις, ἀντίθετον τῷ αἴσθησις, Διογ. Ἀπολλων. Ἀποσπ. 4-6, Πλάτ. Τίμ. 28Α, κτλ. νοήσει καὶ οὐκ ὄμμασι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 529Β· ἀνώτερον τοῦ διάνοια, αὐτόθι 511D· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστ. Προβλ. 18. 7, 4.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de se mettre dans l’esprit, intellection, conception ou intelligence d’une chose;
2 faculté de penser, intelligence, esprit.
Étymologie: νοέω.
Greek Monotonic
νόησις: ἡ, Ιων. νῶσις, -εως, ευφυΐα, διάνοια, σκέψη, αντίληψη μέσω του μυαλού, αντίθ. προς το αἴσθησις, σε Πλάτ.