νύμφευμα: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(27)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νύμφευμα]], τὸ (Α) [[νυμφεύω]]<br /><b>1.</b> [[γάμος]], [[παντρειά]] («τὰ μητρὸς νυμφεύματα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> νυμφευμένο [[πρόσωπο]], [[σύζυγος]] («καλὸν [[νύμφευμα]] τῷ στρατηλάτη», <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=[[νύμφευμα]], τὸ (Α) [[νυμφεύω]]<br /><b>1.</b> [[γάμος]], [[παντρειά]] («τὰ μητρὸς νυμφεύματα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> νυμφευμένο [[πρόσωπο]], [[σύζυγος]] («καλὸν [[νύμφευμα]] τῷ στρατηλάτη», <b>Ευρ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''νύμφευμα:''' -ατος, τό, ([[νυμφεύω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[γάμος]], [[συζυγία]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> στον ενικ., αυτός που παντρεύεται· <i>καλὸν νύμφευμά τινι</i>, «καλό [[ταίρι]] για κάποιον», σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 00:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νύμφευμα Medium diacritics: νύμφευμα Low diacritics: νύμφευμα Capitals: ΝΥΜΦΕΥΜΑ
Transliteration A: nýmpheuma Transliteration B: nympheuma Transliteration C: nymfevma Beta Code: nu/mfeuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A marriage, espousal, in pl., τὰ μητρὸς ν. Id.OT980, cf. E.IT365, al.    II in sg., the person married, καλὸν ν. τινί 'a good match for him', Id.Tr. 420.

German (Pape)

[Seite 268] τό, die Ehe; plur., Soph. O. R. 980; Eur. Phoen. 1210 u. öfter; auch die Geheirathete, Tro. 420.

Greek (Liddell-Scott)

νύμφευμα: τό, (νυμφεύω) γάμος, συζυγία, ἐν τῷ πληθ., τὰ μητρὸς ν. Σοφ. Ο. Τ. 980· καὶ συχνὸν παρ’ Εὐρ. Τρῳ. ΙΙ. ἐν τῷ ἑνικ., τὸ πρόσωπον τὸ εἰς γάμον ἐρχόμενον, καλὸν νύμφευμα τῷ στρατηλάτῃ, περὶ τῆς Κασσάνδρα, Εὐρ. Τρῳ. 420.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mariage.
Étymologie: νυμφεύω.

Greek Monolingual

νύμφευμα, τὸ (Α) νυμφεύω
1. γάμος, παντρειά («τὰ μητρὸς νυμφεύματα», Σοφ.)
2. νυμφευμένο πρόσωπο, σύζυγος («καλὸν νύμφευμα τῷ στρατηλάτη», Ευρ.).

Greek Monotonic

νύμφευμα: -ατος, τό, (νυμφεύω
I. γάμος, συζυγία, σε Σοφ., Ευρ.
II. στον ενικ., αυτός που παντρεύεται· καλὸν νύμφευμά τινι, «καλό ταίρι για κάποιον», σε Ευρ.