ξιφηφόρος: Difference between revisions
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
(27) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ξιφηφόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> οπλισμένος με [[ξίφος]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> α) [[ξιφοφόρος]], [[στρατιώτης]]<br />β) [[είδος]] κομήτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξίφος]] <span style="color: red;">+</span> συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>η</i>- ([[αντί]] του -<i>ο</i> για μετρικούς λόγους) <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]]. | |mltxt=[[ξιφηφόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> οπλισμένος με [[ξίφος]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> α) [[ξιφοφόρος]], [[στρατιώτης]]<br />β) [[είδος]] κομήτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξίφος]] <span style="color: red;">+</span> συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>η</i>- ([[αντί]] του -<i>ο</i> για μετρικούς λόγους) <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ξῐφηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), οπλισμένος με [[ξίφος]], αυτός που κρατάει [[ξίφος]], [[ξιφομάχος]], σε Αισχύλ., Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A bearing a sword, sword in hand, E.Or.1504,al.; ξ. ἀγῶνες A.Ch.584, E.HF812 (lyr.); βρόχοι ib.730; χεῖρες Antiph.217.19,cf. Callistr.Stat.13: as Subst., swordsman, Hdn.7.10.7. II = ξιφίας 11, Sch.Arat.1091.
German (Pape)
[Seite 279] ein Schwert tragend; Eur. Ion 980; auch ἀγῶνες, Aesch. Ch. 577; Eur. oft, ξιφηφόρων ἐς ἀγώνων ἅμιλλαν, Herc. Fur. 812; in sp. Prosa, Hdn. 7, 10, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ξῐφηφόρος: -ον, ὁ φέρων ξίφος, ὁ ἔχων ξίφος ἐν τῇ χειρί, ξ. ἀγῶνες Αἰσχύλ. Χο. 584, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 812· βρόχοι 730. ΙΙ. = ξιφίας ΙΙ, Θέων εἰς Ἄρατ. - Ὡσαύτως ξιφορ-, Γλωσσ. ξῐφίας, ου, ὁ, (ξίφος) ὁ γνωστὸς ἰχθύς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 9, κ. ἀλλ., Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 314Ε· ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ σκιφίας, Ἐπίχ. 29 Ahr.· πρβλ. Ξ, ξ. ΙΙ. 1. ΙΙ. κομήτης τις, (ὡς ἐκ τοῦ σχήματος), Πλίν. 2. 22.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui porte une épée;
2 ξιφηφόροι ἀγῶνες ESCHL combats à l’épée.
Étymologie: ξίφος, φέρω.
Spanish
Greek Monolingual
ξιφηφόρος, -ον (Α)
1. οπλισμένος με ξίφος
2. ως ουσ. α) ξιφοφόρος, στρατιώτης
β) είδος κομήτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + συνδετικό φωνήεν -η- (αντί του -ο για μετρικούς λόγους) + -φόρος].
Greek Monotonic
ξῐφηφόρος: -ον (φέρω), οπλισμένος με ξίφος, αυτός που κρατάει ξίφος, ξιφομάχος, σε Αισχύλ., Ευρ.