ὀλοθρευτής: Difference between revisions
From LSJ
(28) |
(5) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. ολοθρεύτρια (ΑΜ [[ὀλοθρευτής]], Α θηλ. ὀλοθρεύτρια) [[ολοθρεύω]]<br />[[εξολοθρευτής]] («Ἰωσὴφ ὁ γενναῑος ἀγωνιστὴς... ὁ τῆς [[πλάνης]] [[ὀλοθρευτής]]», Μηναί.). | |mltxt=ο, θηλ. ολοθρεύτρια (ΑΜ [[ὀλοθρευτής]], Α θηλ. ὀλοθρεύτρια) [[ολοθρεύω]]<br />[[εξολοθρευτής]] («Ἰωσὴφ ὁ γενναῑος ἀγωνιστὴς... ὁ τῆς [[πλάνης]] [[ὀλοθρευτής]]», Μηναί.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀλοθρευτής:''' -οῦ, ὁ, [[καταστροφέας]], σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 00:36, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 325] ὁ, der Verderber, N. T., Hesych. λυμεών.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
exterminateur.
Étymologie: ὀλοθρεύω.
English (Strong)
from ὀλοθρεύω; a ruiner, i.e. (specially), a venomous serpent: destroyer.
English (Thayer)
( ὀλοθρευτής), ὀλοθρευτοῦ, ὁ (ὀλοθρεύω, which see), a destroyer; found only in 1 Corinthians 10:10.
Greek Monolingual
ο, θηλ. ολοθρεύτρια (ΑΜ ὀλοθρευτής, Α θηλ. ὀλοθρεύτρια) ολοθρεύω
εξολοθρευτής («Ἰωσὴφ ὁ γενναῑος ἀγωνιστὴς... ὁ τῆς πλάνης ὀλοθρευτής», Μηναί.).
Greek Monotonic
ὀλοθρευτής: -οῦ, ὁ, καταστροφέας, σε Καινή Διαθήκη