ὁμολόγημα: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μολόγημα]], το (Α [[ὁμολόγημα]]) [[ομολογώ]]<br /><b>1.</b> αυτό που ομολογήθηκε, η [[ομολογία]]<br /><b>2.</b> αυτό που συμφωνήθηκε, η [[συμφωνία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εμπορική [[συμφωνία]], [[συμβόλαιο]]<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που λαμβάνεται ή θεωρείται ως δεδομένο.
|mltxt=και [[μολόγημα]], το (Α [[ὁμολόγημα]]) [[ομολογώ]]<br /><b>1.</b> αυτό που ομολογήθηκε, η [[ομολογία]]<br /><b>2.</b> αυτό που συμφωνήθηκε, η [[συμφωνία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εμπορική [[συμφωνία]], [[συμβόλαιο]]<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που λαμβάνεται ή θεωρείται ως δεδομένο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁμολόγημα:''' -ατος, τό, αυτό που έχει συμφωνηθεί, που θεωρείται δεδομένο, αυταπόδεικτο, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 00:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμολόγημα Medium diacritics: ὁμολόγημα Low diacritics: ομολόγημα Capitals: ΟΜΟΛΟΓΗΜΑ
Transliteration A: homológēma Transliteration B: homologēma Transliteration C: omologima Beta Code: o(molo/ghma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is agreed upon, taken for granted, postulated, Pl.Phd.93d, Grg.480b, al.    2 convention, compact, νόμος ἐστὶν ὁ. πόλεως κοινόν Arist.Rh.Al.1422a2, cf. 1424a10 ; in commerce, agreement or contract, POxy.237iv6 (ii A. D.), etc.    3 admission, ὡς . . Hyp.Ath.20.

German (Pape)

[Seite 338] τό, das Zugestandene, worüber man übereingekommen ist, Plat. Gorg. 480 b Theaet. 155 b u. öfter, u. einzeln bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμολόγημα: τό, τὸ ὁμολογηθέν, Πλάτ. Φαίδων 93D, Γοργ. 480Β, κ. ἀλλ. 2) τὸ συμφωνηθὲν, συμφωνία, νόμος ... ἐστὶν ὁμ. πόλεως κοινὸν Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 2, 7, πρβλ. 3. 12.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
objet de convention.
Étymologie: ὁμολογέω.

Greek Monolingual

και μολόγημα, το (Α ὁμολόγημα) ομολογώ
1. αυτό που ομολογήθηκε, η ομολογία
2. αυτό που συμφωνήθηκε, η συμφωνία
αρχ.
1. εμπορική συμφωνία, συμβόλαιο
2. καθετί που λαμβάνεται ή θεωρείται ως δεδομένο.

Greek Monotonic

ὁμολόγημα: -ατος, τό, αυτό που έχει συμφωνηθεί, που θεωρείται δεδομένο, αυταπόδεικτο, σε Πλάτ.