ὀνομακλήδην: Difference between revisions

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
(29)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀνομακλήδην]] (Α)<br />(<b>επικ. τ.</b>) <b>επίρρ.</b> κατ' όνομα, ονομαστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. [[ὄνομα]] καλεῖν</i>].
|mltxt=[[ὀνομακλήδην]] (Α)<br />(<b>επικ. τ.</b>) <b>επίρρ.</b> κατ' όνομα, ονομαστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. [[ὄνομα]] καλεῖν</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀνομακλήδην:''' επίρρ. ([[καλέω]]), [[καλώ]] ονομαστικά, κατ' όνομα, με το όνομα, Λατ. [[nominatim]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 00:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνομακλήδην Medium diacritics: ὀνομακλήδην Low diacritics: ονομακλήδην Capitals: ΟΝΟΜΑΚΛΗΔΗΝ
Transliteration A: onomaklḗdēn Transliteration B: onomaklēdēn Transliteration C: onomaklidin Beta Code: o)nomaklh/dhn

English (LSJ)

Adv., (καλέω)

   A calling by name, by name, ἐκ δ' ὀνομακλήδην Od.4.278, v. ἐξονομακλήδην.

German (Pape)

[Seite 349] mit Nennung des Namens, ὀνομάζειν, beim Namen rufen, Od. 4, 278.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνομακλήδην: Ἐπίρρ. (καλέω) ὀνομαστί, κατ’ ὄνομα, ὀνομακλήδην ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον Ὀδ. Δ. 278· πρβλ. ἐξονομακλήδην.

French (Bailly abrégé)

adv.
en désignant par son nom.
Étymologie: ὄνομα, καλέω, -δην.

English (Autenrieth)

adv., calling the name, by name.

Greek Monolingual

ὀνομακλήδην (Α)
(επικ. τ.) επίρρ. κατ' όνομα, ονομαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. ὄνομα καλεῖν].

Greek Monotonic

ὀνομακλήδην: επίρρ. (καλέω), καλώ ονομαστικά, κατ' όνομα, με το όνομα, Λατ. nominatim, σε Ομήρ. Οδ.