ὀρρωδέω: Difference between revisions

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source
(Bailly1_4)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> [[ὠρρώδουν]], <i>f.</i> ὀρρωδήσω;<br />frémir de, avoir horreur de, redouter : τινα, qqn ; [[τι]], [[ὑπέρ]] τινος, [[περί]] τινι, redouter qch, avoir des appréhensions au sujet de qch ; avec un inf., redouter de.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure.
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> [[ὠρρώδουν]], <i>f.</i> ὀρρωδήσω;<br />frémir de, avoir horreur de, redouter : τινα, qqn ; [[τι]], [[ὑπέρ]] τινος, [[περί]] τινι, redouter qch, avoir des appréhensions au sujet de qch ; avec un inf., redouter de.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀρρωδέω:''' Ιων. [[ἀρρ-]], μέλ. <i>-ήσω</i>, [[φοβάμαι]], [[τρέμω]], [[ζαρώνω]] από το φόβο μου, με αιτ., σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., [[φοβάμαι]] για ή εξαιτίας κάποιου πράγματος, σε Ηρόδ.· ομοίως, ὀρρωδῶ [[περί]] τινος κ.λπ. (ο [[σχηματισμός]] του φανερώνει ηχομιμ. [[λέξη]], για να εκφράσει το [[τρέμουλο]] που προέρχεται από τον φόβο).
}}
}}

Revision as of 00:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρρωδέω Medium diacritics: ὀρρωδέω Low diacritics: ορρωδέω Capitals: ΟΡΡΩΔΕΩ
Transliteration A: orrōdéō Transliteration B: orrōdeō Transliteration C: orrodeo Beta Code: o)rrwde/w

English (LSJ)

Ion. ἀρρ-,

   A dread, shrink from, c. acc., Hdt.5.35, al., E. El.831, Ar.Eq.126, 541, al.; τήν τινος μανίαν Pl.Smp.213d : c. gen. rei, fear for or because of a thing, Hdt.1.111; so ὑπέρ τινος Lys.28.7 ; περί τινος And.2.7 ; περὶ τῷ ἐμαυτοῦ σώματι Th.6.9 ; ἀμφὶ θανάτου Aret.SA2.2 : folld. by a Relat. clause, ἀ. ὅτι . . Hdt.8.70 : more freq. . or ὀ. μὴ . ., Id.1.9, 156, Antipho 3.3.4, Pl.Euthphr.3a, etc.; ὅπως μὴ . . Hp.Mul.1.70 : also c. inf., ὀ. θανεῖν E.Hec.768 ; αὐτὸς ὀ. παθεῖν Id.Fr.130 : abs., Hdt.3.1,5.98.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρρωδέω: Ἰων. ἀρρ-: μέλλ. -ήσω· - φοβοῦμαι, τρέμω, «ζαρώνω», ἐνώπιόν τινος, μετ’ αἰτ., Ἡρόδ. 1. 3, κ. ἀλλ. (ἀείποτε ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ), Εὐρ. Ἠλ. 831, Ἀριστοφ. Ἱππ. 126, 541, κ. ἀλλ.· μετὰ γεν. πράγμ., φοβοῦμαι περί τινος, ἢ ἕνεκά τινος, Ἡρόδ. 1. 111· οὕτως, ὑπέρ τινος Λυσ. 180. 10· περί τινος Ἀνδοκ. 20. 30· περὶ τῷ ἐμαυτοῦ σώματι Θουκ. 6. 9· ἀμφὶ θανάτου Ἀρεταῖ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 2· - ὡσαύτως ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσ., ἀρρ. ὅτι.., Ἡρόδ. 8. 70· ἀλλὰ κοινότερον, ἀρρ. ἢ ὀρρ. μὴ.., ὁ αὐτ. 1. 9, 156, Ἀντιφῶν 122, ἐν τέλ. κτλ.· ὅπως μή.., Ἱππ. 618. 42· - ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., ὀρρ. θανεῖν Εὐρ. Ἑκάβ. 768· αὐτὸς ὀρρ. παθεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 128· - ἀπολ., Ἡρόδ. 3. 1., 5. 98 (Ὁ Ἰων. τύπος ἀρρωδέω ἀποδεικνύει ὅτι οὐδεμία συγγένεια ὑπάρχει πρὸς τὸ ὄρρος, cauda· πιθ., ὡς τὸ συγγενὲς Λατ. horreo, horresco, ἐσχηματίσθη κατ’ ὀνοματοποιίαν καὶ ἐκφράζει τὸν ἐκ τοῦ φόβου τρόμον.)

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ὠρρώδουν, f. ὀρρωδήσω;
frémir de, avoir horreur de, redouter : τινα, qqn ; τι, ὑπέρ τινος, περί τινι, redouter qch, avoir des appréhensions au sujet de qch ; avec un inf., redouter de.
Étymologie: DELG étym. obscure.

Greek Monotonic

ὀρρωδέω: Ιων. ἀρρ-, μέλ. -ήσω, φοβάμαι, τρέμω, ζαρώνω από το φόβο μου, με αιτ., σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., φοβάμαι για ή εξαιτίας κάποιου πράγματος, σε Ηρόδ.· ομοίως, ὀρρωδῶ περί τινος κ.λπ. (ο σχηματισμός του φανερώνει ηχομιμ. λέξη, για να εκφράσει το τρέμουλο που προέρχεται από τον φόβο).