παγκαίνιστος: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παγκαίνιστος]], -ον (Α)<br />αυτός που ανακαινίζεται [[συνεχώς]], ο διαρκώς [[νέος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καινίζω]].
|mltxt=[[παγκαίνιστος]], -ον (Α)<br />αυτός που ανακαινίζεται [[συνεχώς]], ο διαρκώς [[νέος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καινίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παγκαίνιστος:''' -ον, πάντα ανακαινισμένος, πάντα [[φρέσκος]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 00:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παγκαίνιστος Medium diacritics: παγκαίνιστος Low diacritics: παγκαίνιστος Capitals: ΠΑΓΚΑΙΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: pankaínistos Transliteration B: pankainistos Transliteration C: pagkainistos Beta Code: pagkai/nistos

English (LSJ)

ον,

   A ever renewed, ever fresh, κηκίς A.Ag.960.

German (Pape)

[Seite 435] ganz erneu't, immer neu, πορφύρας κηκῖδα, Aesch. Ag. 968.

Greek (Liddell-Scott)

παγκαίνιστος: -ον, ἀείποτε ἀνακαινιζόμενος, πάντοτε νέος, κηκὶς Αἰσχύλ. Ἀγ. 960.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
entièrement renouvelé, toujours nouveau.
Étymologie: πᾶς, καινίζω.

Greek Monolingual

παγκαίνιστος, -ον (Α)
αυτός που ανακαινίζεται συνεχώς, ο διαρκώς νέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + καινίζω.

Greek Monotonic

παγκαίνιστος: -ον, πάντα ανακαινισμένος, πάντα φρέσκος, σε Αισχύλ.