πάνδεινος: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] αραχνιδίων της τάξης τών [[σκορπιών]] που ζουν στην [[τροπική]] Αφρική και τών οποίων το κέντρισμα [[είναι]] ανώδυνο, [[αλλά]] δηλητηριώδες και [[κάποτε]] θανατηφόρο.———————— <b>(II)</b><br />-η, -ο / [[πάνδεινος]], -ον, ΝΑ<br />[[δεινός]] από [[κάθε]] [[άποψη]], [[πάρα]] πολύ [[δεινός]], πολύ [[φοβερός]], [[τρομερός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα πάνδεινα</i><br />μεγάλα [[δεινά]], μεγάλες συμφορές, μεγάλες ταλαιπωρίες, [[πολλά]] βάσανα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πολύ [[ικανός]], [[ευφυής]]<br /><b>2.</b> (και ειρων.) [[επιδέξιος]], [[καπάτσος]]<br /><b>3.</b> (ρηματ. φρ.) «πάνδεινόν (ἐστι)» — [[είναι]] πολύ προσβλητικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δεινός]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] αραχνιδίων της τάξης τών [[σκορπιών]] που ζουν στην [[τροπική]] Αφρική και τών οποίων το κέντρισμα [[είναι]] ανώδυνο, [[αλλά]] δηλητηριώδες και [[κάποτε]] θανατηφόρο.———————— <b>(II)</b><br />-η, -ο / [[πάνδεινος]], -ον, ΝΑ<br />[[δεινός]] από [[κάθε]] [[άποψη]], [[πάρα]] πολύ [[δεινός]], πολύ [[φοβερός]], [[τρομερός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα πάνδεινα</i><br />μεγάλα [[δεινά]], μεγάλες συμφορές, μεγάλες ταλαιπωρίες, [[πολλά]] βάσανα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πολύ [[ικανός]], [[ευφυής]]<br /><b>2.</b> (και ειρων.) [[επιδέξιος]], [[καπάτσος]]<br /><b>3.</b> (ρηματ. φρ.) «πάνδεινόν (ἐστι)» — [[είναι]] πολύ προσβλητικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δεινός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πάνδεινος:''' -ον, <b class="num">I.</b> εντελώς [[φοβερός]], [[απαίσιος]], σε Πλάτ.· <i>πάνδεινόν ἐστι</i>, είναι τραγικό, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[έξυπνος]] σε όλα τα πράγματα, σε Πλάτ., Δημ.
}}
}}

Revision as of 00:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνδεινος Medium diacritics: πάνδεινος Low diacritics: πάνδεινος Capitals: ΠΑΝΔΕΙΝΟΣ
Transliteration A: pándeinos Transliteration B: pandeinos Transliteration C: pandeinos Beta Code: pa/ndeinos

English (LSJ)

ον,

   A all-dreadful, terrible, πάνδεινον ἡ ἀδικία Pl.R.610d, cf. 605c; πρᾶγμα D.54.33, cf. Men. Sam.212, Ruf.Fr.69; πάνδεινα πεπονθέναι Luc.Prom.8; πάνδεινόν [ἐστι] it is outrageous, D.23.79, cf. PTeb.27.34 (ii B. C.), Phld.Ir.p.86 W.    II very able, c. inf., Pl. Plt.290b; ironically, D.19.120.

German (Pape)

[Seite 457] ganz furchtbar, gewaltig; πάνδεινον φανεῖται ἡ ἀδικία, Plat. Rep. X, 610 d; πάνδεινα πεπονθέναι, Luc. Prom. 8; – ganz geschickt, tüchtig, c. inf., Plat. Polit. 290 b; Dem. 26, 23; Sp., πάνδεινος ἐν τοῖς λόγοις ἀγωνιστής, Luc. rhet. praec. 20.

Greek (Liddell-Scott)

πάνδεινος: -ον, ὁ κατὰ πάντα δεινός, πολὺ φοβερός, ἡ ἀδικία Πλάτ. Πολ. 610D, πρβλ. 605C πρᾶγμα Δημ. 1267˙ 17˙ πάνδεινα πεπονθέναι Λουκ. Προμ. 8˙ - πάνδεινόν ἐστι, εἶναι πρᾶγμα φοβερώτατον, Δημ. 646. 23. ΙΙ. εὐφυὴς εἰς πάντα, ἱκανώτατος, δεξιώτατος, Πλάτ. Πολιτ. 290Β˙ εἰρωνικῶς, Δημ. 378. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait redoutable, terrible.
Étymologie: πᾶν, δεινός.

Greek Monolingual

(I)
ο
ζωολ. γένος αραχνιδίων της τάξης τών σκορπιών που ζουν στην τροπική Αφρική και τών οποίων το κέντρισμα είναι ανώδυνο, αλλά δηλητηριώδες και κάποτε θανατηφόρο.———————— (II)
-η, -ο / πάνδεινος, -ον, ΝΑ
δεινός από κάθε άποψη, πάρα πολύ δεινός, πολύ φοβερός, τρομερός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πάνδεινα
μεγάλα δεινά, μεγάλες συμφορές, μεγάλες ταλαιπωρίες, πολλά βάσανα
αρχ.
1. πολύ ικανός, ευφυής
2. (και ειρων.) επιδέξιος, καπάτσος
3. (ρηματ. φρ.) «πάνδεινόν (ἐστι)» — είναι πολύ προσβλητικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + δεινός.

Greek Monotonic

πάνδεινος: -ον, I. εντελώς φοβερός, απαίσιος, σε Πλάτ.· πάνδεινόν ἐστι, είναι τραγικό, σε Δημ.
II. έξυπνος σε όλα τα πράγματα, σε Πλάτ., Δημ.