παρανίσχω: Difference between revisions
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
(31) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[ανατέλλω]], [[αναφαίνομαι]] («[[ἦρος]] παρανίσχοντος», Θεοφύλ. Σ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σηκώνω]], [[εγείρω]] [[κάτι]] [[κοντά]] σε [[κάτι]] [[άλλο]], [[υψώνω]] [[κάτι]] ως [[απάντηση]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[στέκομαι]] [[κοντά]] σε κάποιον<br />β) <b>μτφ.</b> [[εξέχω]], [[υπερέχω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀνίσχω]] «[[ανατέλλω]]»]. | |mltxt=ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[ανατέλλω]], [[αναφαίνομαι]] («[[ἦρος]] παρανίσχοντος», Θεοφύλ. Σ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σηκώνω]], [[εγείρω]] [[κάτι]] [[κοντά]] σε [[κάτι]] [[άλλο]], [[υψώνω]] [[κάτι]] ως [[απάντηση]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[στέκομαι]] [[κοντά]] σε κάποιον<br />β) <b>μτφ.</b> [[εξέχω]], [[υπερέχω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀνίσχω]] «[[ανατέλλω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παρανίσχω:'''<b class="num">I.</b> μτβ., [[εγείρω]], [[υψώνω]] ως [[απάντηση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., σηκώνομαι [[πλησίον]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:52, 31 December 2018
English (LSJ)
trans.,
A raise in answer, ἀπὸ τοῦ τείχους φρυκτούς Th.3.22. II intr., stand forth beside, Plu.Aem.32.
German (Pape)
[Seite 491] (s. ἴσχω), = παρανέχω, dabei erheben, παρανῖσχον ἀπὸ τοῦ τείχους φρυκτοὺς πολλούς, Thuc. 3, 22; – intr., dabei hervorragen, Plut. Aem. Paull. 32.
Greek (Liddell-Scott)
παρανίσχω: μεταβ., ἐγείρω, ὑψώνω ἀνταποκρινόμενος, ἀπὸ τοῦ τείχους φρυκτοὺς Θουκ. 3. 22. ΙΙ. ἀμεταβ., ἵσταμαι πλησίον, ἀνορθοῦμαι πλησίον, Πλουτ. Αἰμίλ. 32.
French (Bailly abrégé)
impf. παρανῖσχον;
1 tr. élever à côté de, acc.;
2 intr. s’élever à côté de.
Étymologie: παρά, ἀνίσχω.
Greek Monolingual
ΜΑ
μσν.
ανατέλλω, αναφαίνομαι («ἦρος παρανίσχοντος», Θεοφύλ. Σ.)
αρχ.
1. σηκώνω, εγείρω κάτι κοντά σε κάτι άλλο, υψώνω κάτι ως απάντηση
2. (αμτβ.) α) στέκομαι κοντά σε κάποιον
β) μτφ. εξέχω, υπερέχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀνίσχω «ανατέλλω»].
Greek Monotonic
παρανίσχω:I. μτβ., εγείρω, υψώνω ως απάντηση, σε Θουκ.
II. αμτβ., σηκώνομαι πλησίον, σε Πλούτ.