πειθάνωρ: Difference between revisions
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
(31) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ορος, ὁ, ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) ο πειθόμενος, ο [[ευπειθής]] στους άνδρες, ο [[υπάκουος]] («τὸν δὲ μὴ πειθάνορα ζεύξω βαρείαις», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πειθ</i>- του [[πείθω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άνωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]]), <b>πρβλ.</b> <i>ψευδ</i>-<i>άνωρ</i>]. | |mltxt=-ορος, ὁ, ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) ο πειθόμενος, ο [[ευπειθής]] στους άνδρες, ο [[υπάκουος]] («τὸν δὲ μὴ πειθάνορα ζεύξω βαρείαις», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πειθ</i>- του [[πείθω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άνωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]]), <b>πρβλ.</b> <i>ψευδ</i>-<i>άνωρ</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πειθάνωρ:''' [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, αυτός που πείθεται στους ανθρώπους, [[πειθήνιος]], [[υπάκουος]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:56, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾱ], ορος, ὁ, ἡ,
A obeying men, obedient, A.Ag.1639.
German (Pape)
[Seite 543] ορος, ion. πειθήνωρ, dem Manne gehorchend, Aesch. Ag. 1639.
Greek (Liddell-Scott)
πειθάνωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, τοῖς ἀνδράσι πειθόμενος, εὐπειθής, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1639.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
homme obéissant.
Étymologie: πείθω, ἀνήρ.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) ο πειθόμενος, ο ευπειθής στους άνδρες, ο υπάκουος («τὸν δὲ μὴ πειθάνορα ζεύξω βαρείαις», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- του πείθω + -άνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. ψευδ-άνωρ].
Greek Monotonic
πειθάνωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, αυτός που πείθεται στους ανθρώπους, πειθήνιος, υπάκουος, σε Αισχύλ.