Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πάφλασμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[παφλάζω]]<br />ο [[ήχος]] τών ανακινούμενων κυμάτων ή τών κυμάτων που σκάνε στην [[ακτή]], το [[ανάβρασμα]], [[παφλασμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[θόρυβος]] του νερού που τρέχει ορμητικά<br /><b>2.</b> ο [[θόρυβος]] υγρού που βράζει, [[κοχλασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ παφλάσματα</i><br />οι κομπασμοί, τα σαλιαρίσματα, οι μπούρδες, οι. μπουρμπουλήθρες.
|mltxt=το, ΝΑ [[παφλάζω]]<br />ο [[ήχος]] τών ανακινούμενων κυμάτων ή τών κυμάτων που σκάνε στην [[ακτή]], το [[ανάβρασμα]], [[παφλασμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[θόρυβος]] του νερού που τρέχει ορμητικά<br /><b>2.</b> ο [[θόρυβος]] υγρού που βράζει, [[κοχλασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ παφλάσματα</i><br />οι κομπασμοί, τα σαλιαρίσματα, οι μπούρδες, οι. μπουρμπουλήθρες.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πάφλασμα:''' -ατος, τό, [[αναβρασμός]], [[παφλασμός]], λέγεται για τη [[θάλασσα]]· μεταφ. <i>παφλάσματα</i>, λυσσομανιάσματα, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 00:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάφλασμα Medium diacritics: πάφλασμα Low diacritics: πάφλασμα Capitals: ΠΑΦΛΑΣΜΑ
Transliteration A: páphlasma Transliteration B: paphlasma Transliteration C: paflasma Beta Code: pa/flasma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A boiling : metaph., in pl., blusterings, Ar.Av.1243.

German (Pape)

[Seite 539] τό, das Schäumen u. übertr. nach B. A. 60, ψευδεῖς καὶ ἀλαζόνες λόγοι καὶ ἀναζέοντες ὥςπερ ἐκ πυρός, leere Prahlereien, wie es Ar. Av. 1243 braucht.

Greek (Liddell-Scott)

πάφλασμα: τό, τὸ ἀνάβρασμα ἐπὶ τῆς θαλάσσης· ― μεταφορ., παφλάσματα, θορυβώδη φυσήματα, κομπασμοί, φλυαρίαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1243· ― ὁ Ἡσύχ. ἔχει «φλασμός· τῦφος».

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
bruit de l’eau qui bouillonne ; fig. τὰ παφλάσματα paroles ronflantes, bavardage.
Étymologie: παφλάζω.

Greek Monolingual

το, ΝΑ παφλάζω
ο ήχος τών ανακινούμενων κυμάτων ή τών κυμάτων που σκάνε στην ακτή, το ανάβρασμα, παφλασμός
νεοελλ.
1. ο θόρυβος του νερού που τρέχει ορμητικά
2. ο θόρυβος υγρού που βράζει, κοχλασμός
αρχ.
στον πληθ. τὰ παφλάσματα
οι κομπασμοί, τα σαλιαρίσματα, οι μπούρδες, οι. μπουρμπουλήθρες.

Greek Monotonic

πάφλασμα: -ατος, τό, αναβρασμός, παφλασμός, λέγεται για τη θάλασσα· μεταφ. παφλάσματα, λυσσομανιάσματα, σε Αριστοφ.