Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παρατεταγμένως: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> όπως σε [[παράταξη]] μάχης, με [[σταθερότητα]] («[[παρατεταγμένως]] ἀμύνεσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> με συγκρατημένο τρόπο, με [[αυτοσυγκράτηση]], με [[αυτοκυριαρχία]]<br /><b>3.</b> <b>(γεωμ.)</b> σε [[ευθεία]] [[γραμμή]], παράλληλα σε [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>παρατεταγμένος</i> του [[παρατάσσω]].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> όπως σε [[παράταξη]] μάχης, με [[σταθερότητα]] («[[παρατεταγμένως]] ἀμύνεσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> με συγκρατημένο τρόπο, με [[αυτοσυγκράτηση]], με [[αυτοκυριαρχία]]<br /><b>3.</b> <b>(γεωμ.)</b> σε [[ευθεία]] [[γραμμή]], παράλληλα σε [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>παρατεταγμένος</i> του [[παρατάσσω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρατεταγμένως:''' επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του [[παρατάσσω]], όπως στην [[παράταξη]] μάχης, [[σταθερά]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 00:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρατεταγμένως Medium diacritics: παρατεταγμένως Low diacritics: παρατεταγμένως Capitals: ΠΑΡΑΤΕΤΑΓΜΕΝΩΣ
Transliteration A: paratetagménōs Transliteration B: paratetagmenōs Transliteration C: paratetagmenos Beta Code: paratetagme/nws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass. (παρατάσσω)

   A as in battlearray, steadily, Pl.R.399b ; in a self-possessed manner, Gal.8.362.    II. π. ἄγεσθαι, of a straight line, to be drawn parallel to the ordinate of a conic, Apollon. Perg.Con.1.27,al.

German (Pape)

[Seite 502] adv. part. perf. pass. von παρατάσσω, in völliger Schlachtordnung, wohlgerüstet, Sp.; übertr., παρατ. καὶ καρτερούντως ἀμύνεσθαι τὴν τύχην, Plat. Rep. III, 399 b.

Greek (Liddell-Scott)

παρατεταγμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., ὡς ἐν παρατάξει μάχης, σταθερῶς, Πλάτ. Πολ. 399Β, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. σ. 438 (Kiessl.).

French (Bailly abrégé)

adv.
en ordre.
Étymologie: παρατάσσω.

Greek Monolingual

Α
1. όπως σε παράταξη μάχης, με σταθερότηταπαρατεταγμένως ἀμύνεσθαι», Πλάτ.)
2. με συγκρατημένο τρόπο, με αυτοσυγκράτηση, με αυτοκυριαρχία
3. (γεωμ.) σε ευθεία γραμμή, παράλληλα σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παρατεταγμένος του παρατάσσω.

Greek Monotonic

παρατεταγμένως: επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του παρατάσσω, όπως στην παράταξη μάχης, σταθερά, σε Πλάτ.