πεφυκότως: Difference between revisions
From LSJ
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
(32) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> [[φυσικά]], με [[φυσικότητα]] («δεῑ... μὴ δοκεῑν λέγειν [[πεπλασμένως]], ἀλλὰ [[πεφυκότως]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παρακμ. <i>πεφυκώς</i>, -<i>ότος</i> του <i>φύω</i>]. | |mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> [[φυσικά]], με [[φυσικότητα]] («δεῑ... μὴ δοκεῑν λέγειν [[πεπλασμένως]], ἀλλὰ [[πεφυκότως]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παρακμ. <i>πεφυκώς</i>, -<i>ότος</i> του <i>φύω</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πεφῡκότως:''' επίρρ. του [[πέφυκα]], [[φυσικά]], σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:04, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv. of φύω (πέφῡκα),
A naturally, opp. πεπλασμένως, Arist.Rh.1404b19.
German (Pape)
[Seite 607] adv. zum part. perf. von φύω, der Natur gemäß, von Natur, dem πεπλασμένως entggstzt, λέγειν Arist. rhet. 3, 2, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πεφῡκότως: Ἐπίρρ. τοῦ φύω, (πέφυκα), κατὰ φύσιν, φύσει, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πεπλασμένως, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 4.
French (Bailly abrégé)
adv.
par une aptitude naturelle, naturellement.
Étymologie: πέφυκα.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. φυσικά, με φυσικότητα («δεῑ... μὴ δοκεῑν λέγειν πεπλασμένως, ἀλλὰ πεφυκότως», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. πεφυκώς, -ότος του φύω].