Πλάτων: Difference between revisions
οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
(33) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και Πλάτωνας Ν·ο [[δεύτερος]] της [[μεγάλης]] τριάδας τών αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, [[μετά]] τον Σωκράτη και [[πριν]] από τον Αριστοτέλη, που έθεσαν, σε [[συνάφεια]] ο [[ένας]] [[προς]] τον [[άλλο]], τα φιλοσοφικά θεμέλια του δυτικού πολιτισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[πλατύς]]. | |mltxt=ο, ΝΜΑ, και Πλάτωνας Ν·ο [[δεύτερος]] της [[μεγάλης]] τριάδας τών αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, [[μετά]] τον Σωκράτη και [[πριν]] από τον Αριστοτέλη, που έθεσαν, σε [[συνάφεια]] ο [[ένας]] [[προς]] τον [[άλλο]], τα φιλοσοφικά θεμέλια του δυτικού πολιτισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[πλατύς]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Πλάτων:''' [ᾰ], -ωνος, ὁ, ο Πλάτωνας· απ' όπου το επίθ. [[Πλατωνικός]], <i>-ή</i>, <i>-όν</i>, αυτός που ανήκει στον Πλάτωνα, σε Ανθ.· υπερθ. <i>-ώτατος</i>, σε Λουκ.· επίρρ. -[[κῶς]], κατά τον τρόπο του Πλάτωνα, σε Στράβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:12, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ωνος, ὁ, Plato (prop. a nickname,
A broad-shouldered):— hence Adj. Πλᾰτώνειος, α, ον, of Plato, Sch.D.T.p.224 H., Suid.; Πλατώνεια, τά, festival in honour of P., Porph. ap. Eus.PE10.3:— also Πλᾰτωνικός, ή, όν, AP11.354.9 (Agath.); Π. φιλόσοφος Sammelb. 6012 (iii A.D.); ἀποδείξεις Dam.Pr.311: Comp. -ώτερος ib.263: Sup. -ώτατος Luc.VH2.19. Adv. -κῶς after the manner of Plato, τὰς γυναῖκας Π. ἔχοντες κοινάς Str.7.3.7.
Greek (Liddell-Scott)
Πλάτων: [ᾰ], -ωνος, ὁ, ὁ φιλόσοφος· ἐξ οὗ ἐπίθ. Πλατώνειος, α, ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Πλάτωνα, Α. Β. 853, Σουΐδ.· Πλατωνικός, ή, όν, Ἀνθ. Π. 11. 354, κτλ.· ὑπερθ. -ώτατος, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 19· ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τὸν τρόπον τοῦ Πλάτωνος. Στράβ. 300· -ώτερον Κλήμ. Ἀλ. 553· ― θηλ. ἐπίθ. Πλατωνίς, ίδος, Χριστοδ. Ἔκφρασις 393.
«χαλκωμάτιόν τι, ᾧ τὸν ὀπὸν ἀντλοῦσιν, ὅτε γάλα συμπήσ(σ)ωσιν» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ) :
Platon (son vrai nom était prob. Aristoclès), philosophe célèbre, disciple de Socrate.
Étymologie: πλατύς.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και Πλάτωνας Ν·ο δεύτερος της μεγάλης τριάδας τών αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, μετά τον Σωκράτη και πριν από τον Αριστοτέλη, που έθεσαν, σε συνάφεια ο ένας προς τον άλλο, τα φιλοσοφικά θεμέλια του δυτικού πολιτισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πλατύς.
Greek Monotonic
Πλάτων: [ᾰ], -ωνος, ὁ, ο Πλάτωνας· απ' όπου το επίθ. Πλατωνικός, -ή, -όν, αυτός που ανήκει στον Πλάτωνα, σε Ανθ.· υπερθ. -ώτατος, σε Λουκ.· επίρρ. -κῶς, κατά τον τρόπο του Πλάτωνα, σε Στράβ.