προβατογνώμων: Difference between revisions
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> ο [[ειδικός]] για τα πρόβατα και τα ποίμνια, αυτός που γνωρίζει και διακρίνει τα πρόβατα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[έμπειρος]] [[κριτής]] χαρακτήρα («[[ὅστις]] δ' ἀγαθὸς [[προβατογνώμων]], οὐκ ἔστι λαθεῑν ὄμματα φωτός», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόβατον]] <span style="color: red;">+</span> -[[γνώμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πραγματο</i>-[[γνώμων]]. | |mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> ο [[ειδικός]] για τα πρόβατα και τα ποίμνια, αυτός που γνωρίζει και διακρίνει τα πρόβατα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[έμπειρος]] [[κριτής]] χαρακτήρα («[[ὅστις]] δ' ἀγαθὸς [[προβατογνώμων]], οὐκ ἔστι λαθεῑν ὄμματα φωτός», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόβατον]] <span style="color: red;">+</span> -[[γνώμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πραγματο</i>-[[γνώμων]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προβᾰτογνώμων:''' -ον, [[καλός]] στη [[διαλογή]] των προβάτων· μεταφ., [[έμπειρος]] [[κριτής]] χαρακτήρων, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A good judge of cattle: metaph., good judge of character, A.Ag.795 (anap.).
German (Pape)
[Seite 711] ον, die Heerde beurtheilend, kennend, übertr., ὅστις δ' ἀγαθὸς προβατογνώμων, οὐκ ἔστι λαθεῖν ὄμματα φωτός, Aesch. Ag. 769, wer ein guter Hirte des Volks ist und es kennt.
Greek (Liddell-Scott)
προβᾰτογνώμων: -ον, ὁ ἱκανὸς περὶ τὴν διάγνωσιν τῶν προβάτων, ἔμπειρος κριτὴς αὐτῶν· μεταφορ., ἔμπειρος κριτὴς χαρακτῆρος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 795· πρβλ. ἱππογνώμων.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ, ἡ)
qui se connaît en moutons ; fig. qui se connaît en hommes, bon pasteur de peuples.
Étymologie: πρόβατον, γιγνώσκω.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. ο ειδικός για τα πρόβατα και τα ποίμνια, αυτός που γνωρίζει και διακρίνει τα πρόβατα
2. μτφ. ο έμπειρος κριτής χαρακτήρα («ὅστις δ' ἀγαθὸς προβατογνώμων, οὐκ ἔστι λαθεῑν ὄμματα φωτός», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + -γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. πραγματο-γνώμων.
Greek Monotonic
προβᾰτογνώμων: -ον, καλός στη διαλογή των προβάτων· μεταφ., έμπειρος κριτής χαρακτήρων, σε Αισχύλ.