προσηκόντως: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> όπως [[πρέπει]], όπως ταιριάζει («[[προσηκόντως]] τῇ πόλει», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσῆκον</i>, μτχ. του απρόσωπου <i>προσήκει</i>].
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> όπως [[πρέπει]], όπως ταιριάζει («[[προσηκόντως]] τῇ πόλει», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσῆκον</i>, μτχ. του απρόσωπου <i>προσήκει</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσηκόντως:''' επίρρ., [[κατάλληλα]], ταιριαστά, [[δεόντως]], [[προσηκόντως]] τῆ πόλει, όπως αρμόζει στην [[αξιοπρέπεια]] της πόλης, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 01:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσηκόντως Medium diacritics: προσηκόντως Low diacritics: προσηκόντως Capitals: ΠΡΟΣΗΚΟΝΤΩΣ
Transliteration A: prosēkóntōs Transliteration B: prosēkontōs Transliteration C: prosikontos Beta Code: proshko/ntws

English (LSJ)

Adv.

   A suitably, fitly, π. τῇ πόλει as beseems the dignity of the state, Th.2.43, cf. Pl.Lg.659b, Isoc.3.27, 6.70, Hyp.Eux.17, Men.Epit.490, etc.

German (Pape)

[Seite 764] adv. part. praes. von προσήκω, nach Gebühr, auf ziemende Weise, dem ὀρθῶς entsprechend, Plat. Legg. II, 659 b Xen. Mem. 3, 11, 6.

Greek (Liddell-Scott)

προσηκόντως: Ἐπίρρ., ἁρμοδίως, πρεπόντως, καλῶς, πρ. τῇ πόλει, ὡς ἁρμόζει εἰς τὴν ἀξιοπρέπειαν τῆς πόλεως, Θουκ. 2. 43· οὕτω καὶ Πλάτ. ἐν Νόμ. 659Β, Ἰσοκρ. 32C, 130D, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξεν. 30, κτλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
convenablement.
Étymologie: προσήκω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επίρρ. όπως πρέπει, όπως ταιριάζει («προσηκόντως τῇ πόλει», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσῆκον, μτχ. του απρόσωπου προσήκει].

Greek Monotonic

προσηκόντως: επίρρ., κατάλληλα, ταιριαστά, δεόντως, προσηκόντως τῆ πόλει, όπως αρμόζει στην αξιοπρέπεια της πόλης, σε Θουκ.