Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προσεπιτείνω: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[ἐπιτείνω]]<br />[[τονίζω]] [[ακόμη]] πιο έντονα (α. «προσεπιτείνει δὲ τὴν εἰς τὸν τόπον ἀπορίαν καὶ ὁ Ἰωάννης», Ωριγ.<br />β. «ὁ [[προφήτης]] προσεπιτείνει λέγων ὅτι...», Ωριγ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στενοχωρώ]] [[ακόμη]] περισσότερο<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] [[ακόμη]] [[κάτι]] πιο ισχυρό<br /><b>3.</b> [[επιβάλλω]] πρόσθετους όρους («βραχέα δὲ προσεπέτειναν τοὺς Καρχηδονίους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> επιμηκύνομαι.
|mltxt=ΜΑ [[ἐπιτείνω]]<br />[[τονίζω]] [[ακόμη]] πιο έντονα (α. «προσεπιτείνει δὲ τὴν εἰς τὸν τόπον ἀπορίαν καὶ ὁ Ἰωάννης», Ωριγ.<br />β. «ὁ [[προφήτης]] προσεπιτείνει λέγων ὅτι...», Ωριγ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στενοχωρώ]] [[ακόμη]] περισσότερο<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] [[ακόμη]] [[κάτι]] πιο ισχυρό<br /><b>3.</b> [[επιβάλλω]] πρόσθετους όρους («βραχέα δὲ προσεπέτειναν τοὺς Καρχηδονίους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> επιμηκύνομαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσεπιτείνω:''' μέλ. <i>-τενῶ</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[απλώνω]], [[εκτείνω]] [[ακόμα]] περισσότερο, [[θέτω]] περισσότερη [[δύναμη]], <i>τι</i>, σε Πολύβ.<br /><b class="num">II.</b> [[βασανίζω]] ή [[τιμωρώ]] [[ακόμα]] περισσότερο κάποιον, <i>τινά</i>, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 01:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεπιτείνω Medium diacritics: προσεπιτείνω Low diacritics: προσεπιτείνω Capitals: ΠΡΟΣΕΠΙΤΕΙΝΩ
Transliteration A: prosepiteínō Transliteration B: prosepiteinō Transliteration C: prosepiteino Beta Code: prosepitei/nw

English (LSJ)

   A stretch still further: metaph., contend more earnestly, Id.3.24.14.    2 intensify still more, τὴν παροῦσαν ἐπιθυμίαν Phld. Rh.2.290S.; τὸ δίψος Plu.2.689e; τὴν καλὴν νεανιείαν Ph.2.306; τὴν ὀργήν J.BJ7.3.3:—intr., of fevers, Gal.7.859:—Pass., of wind, Ph. 2.99.    II impose severer terms upon, τοὺς Καρχηδονίους Plb.1.63.2: abs., π. ταῖς βασάνοις use severer tortures, D.S.10.18.    III intr., to be prolonged, Orib.Fr.74.

German (Pape)

[Seite 762] (s. τείνω), noch dazu, noch mehr anspannen, anstrengen; Pol. 3, 24, 14; Ggstz von λύειν, δίψος, Plut. Symp. 6, 3, 2.

Greek (Liddell-Scott)

προσεπιτείνω: ἐπιτείνω ἐπὶ πλέον, ἔτι μᾶλλον ἐπιτείνω, τι Πολύβ. 3. 24, 14. 2) ἔτι ἰσχυρότερον ποιῶ, τὴν δίψαν Πλούτ. 2. 689C· τὴν ὀργὴν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 3, 3. ΙΙ. βασανίζω ἢ τιμωρῶ ἔτι μᾶλλον, τινὰ Πολύβ. 1. 63, 2, πρβλ. Διοδ. Ἐκλογ. 557. 54.

French (Bailly abrégé)

f. προσεπιτενῶ, ao. προσεπέτεινα, etc.
accroître encore, acc..
Étymologie: πρός, ἐπιτείνω.

Greek Monolingual

ΜΑ ἐπιτείνω
τονίζω ακόμη πιο έντονα (α. «προσεπιτείνει δὲ τὴν εἰς τὸν τόπον ἀπορίαν καὶ ὁ Ἰωάννης», Ωριγ.
β. «ὁ προφήτης προσεπιτείνει λέγων ὅτι...», Ωριγ)
αρχ.
1. στενοχωρώ ακόμη περισσότερο
2. καθιστώ ακόμη κάτι πιο ισχυρό
3. επιβάλλω πρόσθετους όρους («βραχέα δὲ προσεπέτειναν τοὺς Καρχηδονίους», Πολ.)
4. επιμηκύνομαι.

Greek Monotonic

προσεπιτείνω: μέλ. -τενῶ·
I. απλώνω, εκτείνω ακόμα περισσότερο, θέτω περισσότερη δύναμη, τι, σε Πολύβ.
II. βασανίζω ή τιμωρώ ακόμα περισσότερο κάποιον, τινά, στον ίδ.