πρόχρονος: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶςlike the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που υπήρχε [[προτού]] υπάρξει [[χρόνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χρόνος]] (<b>πρβλ.</b> [[σύγχρονος]], [[υπέρ]]-<i>χρονος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που υπήρχε [[προτού]] υπάρξει [[χρόνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χρόνος]] (<b>πρβλ.</b> [[σύγχρονος]], [[υπέρ]]-<i>χρονος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρόχρονος:''' -ον, αυτός που ανήκει στους παλαιότερους χρόνους, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 01:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόχρονος Medium diacritics: πρόχρονος Low diacritics: πρόχρονος Capitals: ΠΡΟΧΡΟΝΟΣ
Transliteration A: próchronos Transliteration B: prochronos Transliteration C: prochronos Beta Code: pro/xronos

English (LSJ)

ον,

   A anticipatory, πράγματα μετάχρονα ἢ π. Luc.Salt.80.

German (Pape)

[Seite 800] vorausgehend in der Zeit, aus voriger Zeit, Luc. de salt. 80.

Greek (Liddell-Scott)

πρόχρονος: -ον, ὁ τῶν προτέρων χρόνων, εἰς προτέρους χρόνους ἀνήκων, πράγματα Λουκ. περὶ Ὀρχ. 80.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
antérieur.
Étymologie: πρό, χρόνος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που υπήρχε προτού υπάρξει χρόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + χρόνος (πρβλ. σύγχρονος, υπέρ-χρονος)].

Greek Monotonic

πρόχρονος: -ον, αυτός που ανήκει στους παλαιότερους χρόνους, σε Λουκ.