προσλάζυμαι: Difference between revisions
ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting
(35) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>(αποθ.)</b> [[κρατιέμαι]] επί [[πλέον]] από [[κάπου]] («γεραιᾱς χειρὸς προσλαζύμεναι», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λάζυμαι]], ιων. τ. του [[λάζομαι]] «[[λαμβάνω]], [[δράττομαι]]»]. | |mltxt=Α<br /><b>(αποθ.)</b> [[κρατιέμαι]] επί [[πλέον]] από [[κάπου]] («γεραιᾱς χειρὸς προσλαζύμεναι», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λάζυμαι]], ιων. τ. του [[λάζομαι]] «[[λαμβάνω]], [[δράττομαι]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσλάζῠμαι:''' αποθ., [[αναλαμβάνω]] τον έλεγχο, <i>τινός</i>, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A take hold of besides, χειρός E.Hec.64 (anap.): also προσκῡρ-λάζομαι, Pomp.Mac.1.3.
German (Pape)
[Seite 771] = Vorigem; γεραιᾶς χειρὸς προσλαζύμενοι, Eur. Hec. 64; Pomp. Macr. bei Stob. Floril. 78, 7.
Greek (Liddell-Scott)
προσλάζῠμαι: ἀποθετ., γεραιᾶς χειρὸς προσλαζύμεναι, «ἐχόμεναι τῆς γεραιᾶς χειρὸς» (σχολ.), Εὐρ. Ἑκ. 64.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
poét. c. προσλαμβάνω.
Étymologie: πρός, λάζυμαι.
Greek Monolingual
Α
(αποθ.) κρατιέμαι επί πλέον από κάπου («γεραιᾱς χειρὸς προσλαζύμεναι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + λάζυμαι, ιων. τ. του λάζομαι «λαμβάνω, δράττομαι»].
Greek Monotonic
προσλάζῠμαι: αποθ., αναλαμβάνω τον έλεγχο, τινός, σε Ευρ.