ῥέος: Difference between revisions
ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated
(36) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ους και -εος, τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[ρεύμα]], [[ρυάκι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δακρυσίστακτον]] [[ῥέος]]»<br /><b>μτφ.</b> [[ρεύμα]], [[ποτάμι]] δακρύων (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει σχηματιστεί από την απαθή [[βαθμίδα]] του ρ. <i>ῥέω</i>]. | |mltxt=-ους και -εος, τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[ρεύμα]], [[ρυάκι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δακρυσίστακτον]] [[ῥέος]]»<br /><b>μτφ.</b> [[ρεύμα]], [[ποτάμι]] δακρύων (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει σχηματιστεί από την απαθή [[βαθμίδα]] του ρ. <i>ῥέω</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ῥέος:''' τό ([[ῥέω]]), = [[ῥεῦμα]], [[ρεύμα]], [[ρυάκι]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:32, 31 December 2018
English (LSJ)
εος, τό, (ῥέω)
A like ῥεῦμα, anything flowing, stream, A.Ag.901, Pr.676,812; also of tears, δακρυσίστακτον ῥ. ib.401.
German (Pape)
[Seite 838] τό, wie ῥεῦμα, das Fließende, der Fluß, Aesch. Prom. 679. 814; πηγαῖον, Ag. 875; auch vom Thränenstrome, Prom. 399.
Greek (Liddell-Scott)
ῥέος: τό, (ῥέω) ὡς τὸ ῥεῦμα, τὸ ῥέον, ῥυάκιον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 901, Πρ. 676, 812· ὡσαύτως ἐπὶ δακρύων, δακρυσίστακτον ῥ. αὐτόθι 400.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
seul. nom. et acc. sg.
fleuve, ruisseau, ruisseau de larmes.
Étymologie: ῥέω.
Greek Monolingual
-ους και -εος, τὸ, Α
1. ρεύμα, ρυάκι
2. φρ. «δακρυσίστακτον ῥέος»
μτφ. ρεύμα, ποτάμι δακρύων (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από την απαθή βαθμίδα του ρ. ῥέω].