ῥυτόν: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
(36)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[απήγανος]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ [[ῥυτά]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὰ στέμφυλα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με [[ρυτή]], αν δεν πρόκειται για παρεφθαρμένο τύπο].
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[απήγανος]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ [[ῥυτά]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὰ στέμφυλα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με [[ρυτή]], αν δεν πρόκειται για παρεφθαρμένο τύπο].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ῥῠτόν:''' τό (*ῥύω=[[ἐρύω]])·<br /><b class="num">I.</b> = [[ῥυτήρ]], [[χαλινάρι]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> ([[ῥέω]]), το [[ποτήρι]] που κατέληγε σε μια [[άκρη]] με μικρή [[τρύπα]], από την οποία έρρεε ο [[οίνος]], σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 01:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῡτόν Medium diacritics: ῥυτόν Low diacritics: ρυτόν Capitals: ΡΥΤΟΝ
Transliteration A: rhytón Transliteration B: rhyton Transliteration C: ryton Beta Code: r(uto/n

English (LSJ)

τό,= πήγανον, Cratin.270; cf. ῥυτή.
ῥῠτόν, τό,

   A v. ῥῠτός 11.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῡτόν: τό, = πήγανον, Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 16, ἔνθα ἴδε Meineke· ἴδε ῥῡτή. - Καθ’ Ἡσύχ. «ῥυτά· τὰ στέμφυλα».

French (Bailly abrégé)

οῦ (τό) :
rhyton, vase à boire en forme de corne.
Étymologie: ῥυτός².

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. το φυτό απήγανος
2. στον πληθ. τὰ ῥυτά
(κατά τον Ησύχ.) «τὰ στέμφυλα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με ρυτή, αν δεν πρόκειται για παρεφθαρμένο τύπο].

Greek Monotonic

ῥῠτόν: τό (*ῥύω=ἐρύω
I. = ῥυτήρ, χαλινάρι, σε Ησίοδ.
II. (ῥέω), το ποτήρι που κατέληγε σε μια άκρη με μικρή τρύπα, από την οποία έρρεε ο οίνος, σε Δημ.