σαμβυκιστής: Difference between revisions

From LSJ

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180
(36)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[σαμβυκίστρια]], ΝΑ<br />(στην αρχαία [[Ελλάδα]]) [[άτομο]] που έπαιζε την [[σαμβύκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σαμβύκη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιστής</i> (<span style="color: red;"><</span> ρ. σε -<i>ίζω</i>)].
|mltxt=ο, θηλ. [[σαμβυκίστρια]], ΝΑ<br />(στην αρχαία [[Ελλάδα]]) [[άτομο]] που έπαιζε την [[σαμβύκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σαμβύκη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιστής</i> (<span style="color: red;"><</span> ρ. σε -<i>ίζω</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σαμβῡκιστής:''' -οῦ, ὁ, [[μουσικός]], οργανοπαίχτης που παίζει το όργανο [[σαμβύκη]]· θηλ. σαμβῡκίστρια, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 01:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαμβυκιστής Medium diacritics: σαμβυκιστής Low diacritics: σαμβυκιστής Capitals: ΣΑΜΒΥΚΙΣΤΗΣ
Transliteration A: sambykistḗs Transliteration B: sambykistēs Transliteration C: samvykistis Beta Code: sambukisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A player on the σαμβύκη, Euph. ap. Ath.4.182e:— fem. σαμβυκ-ίστρια, Philem.44.5, Plu.Cleom.35, Ant.9.

German (Pape)

[Seite 860] ὁ, ein die Sambyke Spielender, Ath. IV, 182 e.

Greek (Liddell-Scott)

σαμβῡκιστής: -οῦ, ὁ, ὁ παίζων τὴν σαμβύκην, Εὔφορ. 31· - θηλ. σαμβῡκίστρια, Φιλήμων ἐν «Μοιχῷ» 1. 5, Πλουτ. Κλεομ. 35, Ἀντών. 9.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
joueur de sambuque.
Étymologie: σαμβύκη.

Greek Monolingual

ο, θηλ. σαμβυκίστρια, ΝΑ
(στην αρχαία Ελλάδα) άτομο που έπαιζε την σαμβύκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαμβύκη + κατάλ. -ιστής (< ρ. σε -ίζω)].

Greek Monotonic

σαμβῡκιστής: -οῦ, ὁ, μουσικός, οργανοπαίχτης που παίζει το όργανο σαμβύκη· θηλ. σαμβῡκίστρια, σε Πλούτ.