σειρηφόρος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(37) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[σειραφόρος]]. | |mltxt=-ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[σειραφόρος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σειρηφόρος:''' -ον , Ιων. αντί [[σειραφόρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, Ion. for σειραφόρος.
German (Pape)
[Seite 868] ion. = σειραφόρος.
Greek (Liddell-Scott)
σειρηφόρος: -ον, Ἰων. ἀντί σειραφόρος.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. σειραφόρος.
Greek Monotonic
σειρηφόρος: -ον , Ιων. αντί σειραφόρος.