ῥιγόω: Difference between revisions

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ῥιγώσω, <i>ao.</i> ἐρρίγωσα, <i>pf.</i> ἐρρίγωκα;<br />être saisi de froid, frissonner.<br />'''Étymologie:''' [[ῥῖγος]].
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ῥιγώσω, <i>ao.</i> ἐρρίγωσα, <i>pf.</i> ἐρρίγωκα;<br />être saisi de froid, frissonner.<br />'''Étymologie:''' [[ῥῖγος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ῥῑγόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, Επικ. απαρ. <i>-ωσέμεν</i>, αόρ. αʹ <i>ἐρρίγωσα</i>, παρακ. <i>ἐρρίγωκα</i>· το [[ρήμα]] αυτό, όπως το [[ἱδρόω]], έχει ανώμ. [[συναίρεση]] σε <i>ω</i>, <i>ῳ</i>, αντί <i>ου</i>, <i>οι</i>, όπως στο γʹ ενικ. υποτ. <i>ῥιγῷ</i>, ευκτ. <i>ῥιγῴη</i>, απαρ. [[ῥιγῶν]]· [[κρυώνω]], [[τρέμω]] από το [[κρύο]], το [[ψύχος]] ή τον παγετό, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 01:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥιγόω Medium diacritics: ῥιγόω Low diacritics: ριγόω Capitals: ΡΙΓΟΩ
Transliteration A: rhigóō Transliteration B: rhigoō Transliteration C: rigoo Beta Code: r(igo/w

English (LSJ)

fut.

   A -ώσω X.Mem.2.1.17, Ep. inf. -ωσέμεν Od. 14.481: aor. ἐρρίγωσα Hp.Epid.3.1.σ, (ἐν-) Ar.Pl.846: pf. ἐρριγωκότες Thphr.Ign.74 (vv. ll. ἐρριγότες, ἐρριγνωκότες), Gal.11.556.—Like ἱδρόω, has an irreg. contr. into ω, ῳ, for ου, οι, 3sg. subj. ῥιγῷ Pl.Grg. 517d, cj. in Phd.85a; opt. ῥιγῴη Hp.Int.10, Plu.2.233a; inf. ῥιγῶν Ar.Ach.1146, V.446, Av.935, Pl.R.440c, X.Cyr.5.1.11; part. fem. ῥιγῶσα Semon.7.26, but acc. masc. ῥιγοῦντα Phld.Vit.p.22J.:—to be cold, shiver, Od.14.481, Hdt.5.92.ή, Hp.VM16, etc.; though several forms may belong either to this word or to ῥιγέω, as ῥιγῶν τε καὶ πεινῶν Ar.Ach.857, cf.Nu.416, Crates Com.33, Pl.Grg.517d.

German (Pape)

[Seite 842] inf. ῥιγῶν, Ar. Ach. 1111 Vesp. 446 Av. 935, auch ῥιγοῦν, Nubb. 441, Plat. Rep. IV, 440 d (nach den Atticisten hellenistisch); fem. partic. ῥιγῶσα, Simonds. mul. 29; conj. ῥιγῷ (3. Pers. für ῥιγοῖ), Plat. Gorg. 507 d; opt. ῥιγῴην, vgl. Piers. zu Moer. 339; – frieren, Kälte empfinden, von Frost leiden, Od. 14, 481; ῥιγῶν τε καὶ πεινῶν, Ar. Ach. 822; ῥιγώσουσι καὶ ἀγρυπνήσουσι, Xen. Mem. 2, 1, 17; Folgde; ῥιγοῦντα, Plut. Aristid. 25.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῑγόω: μέλλ. -ώσω Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 17, Ἐπικ. ἀπαρέμφ. -ωσέμεν Ὀδ. Ξ. 481˙ - ἀόρ. ἐρρίγωσα Ἱππ. 1073 Η, (ἐν-) Ἀριστοφ. Πλ. 846˙ -πρκμ. ἐρρίγωσα Θεοφρ. π. Πυρὸς 74 (κατὰ τὰ Ἀντίγραφ.). - Τὸ ῥῆμα τοῦτο ὡς τὸ ἱδρόω, ἔχει ἀνώμαλον συναίρεσιν εἰς ω, ῳ, ἀντὶ ου, οι, ὡς γ΄ ἑνικ. ὑποτακτ. ῥιγῷ Πλάτ. Γοργ. 517D, Φαίδων 85 Α (ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα ῥιγοῖ)˙ εὐκτ. ῥιγῴη Ἱππ. 337. 34, Πλούτ. 2. 233 Α˙ ἀπαρ. ῥιγῶν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1146, Σφ. 446, Ὄρν. 935 (ἂν καὶ ὑπάρχει διάφ. γραφὴ ῥιγοῦν παρὰ τῷ αὐτῷ ἐν Νεφ. 442, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 440C, Ξεν. Κύρ. 5. 1, 10)˙ μετοχ. θηλ. ῥιγῶσα Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 26˙ αἰτ. ῥιγῶντα Κράτης ἐν «Τόλμαις» 1. Σημαίνει δὲ ὡς καὶ τὸ ῥιγέω, 1, κρυώνω, τρέμω ἐκ τοῦ ψύχους ἢ ἐκ τοῦ παγετοῦ, Ὀδ. Ξ. 481, Ἡρόδ. 5. 92, 7, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, π. Ἀέρ. 282, καὶ Ἀττ.˙ συχνάκις ὅμως οἱ τύποι δύνανται νὰ ἀνήκωσιν εἰς ἑκάτερον ῥῆμα εἴς τε τὸ ῥιγόω καὶ τὸ ῥιγέω, ὡς ῥιγῶν τε καὶ πεινῶν Ἀριστοφ. Ἀχ. 857, πρβλ. Νεφ. 416, Πλάτ. Γοργ. 517D.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ῥιγώσω, ao. ἐρρίγωσα, pf. ἐρρίγωκα;
être saisi de froid, frissonner.
Étymologie: ῥῖγος.

Greek Monotonic

ῥῑγόω: μέλ. -ώσω, Επικ. απαρ. -ωσέμεν, αόρ. αʹ ἐρρίγωσα, παρακ. ἐρρίγωκα· το ρήμα αυτό, όπως το ἱδρόω, έχει ανώμ. συναίρεση σε ω, , αντί ου, οι, όπως στο γʹ ενικ. υποτ. ῥιγῷ, ευκτ. ῥιγῴη, απαρ. ῥιγῶν· κρυώνω, τρέμω από το κρύο, το ψύχος ή τον παγετό, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.