σιτοδόκος: Difference between revisions
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
(37) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ, και [[σιτοδόχος]], Μ<br /><b>1.</b> αυτός στον οποίο τοποθετείται [[σιτάρι]] («πήραν μέτρου σιτοδόκον», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που δέχεται την [[τροφή]] («[[σιτοδόχος]] [[γαστήρ]]», Παύλ. Σιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δόκος]] / -<i>δόχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ξενο</i>-[[δόκος]]: <i>ξενο</i>-<i>δόχος</i>]. | |mltxt=-ον, ΜΑ, και [[σιτοδόχος]], Μ<br /><b>1.</b> αυτός στον οποίο τοποθετείται [[σιτάρι]] («πήραν μέτρου σιτοδόκον», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που δέχεται την [[τροφή]] («[[σιτοδόχος]] [[γαστήρ]]», Παύλ. Σιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δόκος]] / -<i>δόχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ξενο</i>-[[δόκος]]: <i>ξενο</i>-<i>δόχος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σῑτοδόκος:''' -ον ([[δέχομαι]]), αυτός που περιέχει τρόφιμα ή [[σιτηρά]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A receptive of corn or bread, πήρα, γαστήρ, AP6.95 (Antiphil.), 11.60 (Paul. Sil.); later σῑτο-δόχος (q.v.). II Subst. σιτοδόκος, ὁ, keeper of corn, Hp.Epid.4.25.
German (Pape)
[Seite 885] Getreide, Brot oder sonst Nahrung aufnehmend, enthaltend; γαστήρ, Paul. Sil. 40 (XI, 60); πήρα, Antiphil. 4 (VI, 95).
Greek (Liddell-Scott)
σῑτοδόκος: -ον, ὁ περιλαμβάνων, περιέχων τροφήν, πήρα, γαστὴρ Ἀνθ. Π. 6. 95., 11. 60.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui reçoit ou contient du blé ou des aliments.
Étymologie: σῖτος, δέκομαι.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ, και σιτοδόχος, Μ
1. αυτός στον οποίο τοποθετείται σιτάρι («πήραν μέτρου σιτοδόκον», Ανθ. Παλ.)
2. αυτός που δέχεται την τροφή («σιτοδόχος γαστήρ», Παύλ. Σιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -δόκος / -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο-δόκος: ξενο-δόχος].
Greek Monotonic
σῑτοδόκος: -ον (δέχομαι), αυτός που περιέχει τρόφιμα ή σιτηρά, σε Ανθ.