στρατηλατέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel

Menander, Monostichoi, 156
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> être chef d’armée;<br /><b>2</b> diriger une expédition contre, <i>dat. ou</i> [[ἐπί]] et l’acc..<br />'''Étymologie:''' [[στρατηλάτης]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> être chef d’armée;<br /><b>2</b> diriger une expédition contre, <i>dat. ou</i> [[ἐπί]] et l’acc..<br />'''Étymologie:''' [[στρατηλάτης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στρᾰτηλᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[οδηγώ]] το [[στράτευμα]] στο [[πεδίο]] της μάχης, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν., είμαι [[διοικητής]], [[διοικώ]], [[εξουσιάζω]], σε Ευρ.· με δοτ., στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 01:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰτηλᾰτέω Medium diacritics: στρατηλατέω Low diacritics: στρατηλατέω Capitals: ΣΤΡΑΤΗΛΑΤΕΩ
Transliteration A: stratēlatéō Transliteration B: stratēlateō Transliteration C: stratilateo Beta Code: strathlate/w

English (LSJ)

   A lead an army into the field, ἐπί τινας, ἐπὶ χώρην, Hdt. 1.124, 5.31, cf. 7.5; ἐκεῖσε A.Pers.717 (troch.); δεῦρο E.Heracl.465: abs., Hdt.7.10.θ, A.Eu.687, E.IA1195.    II c. gen., to be commander of, command, Id.HF61, Rh.276: c. dat., Id.Ba.52, El.321,917.

German (Pape)

[Seite 951] ein Heer in's Feld führen; absolut, ἐκεῖσε, Aesch. Pers. 307; Eum. 657; Her. 7, 10; – gew. ἐπί τινα, ἐπὶ χώραν; Eur. oft, wie Her., 1, 122. 7, 5; – auch c. gen. u. dat., anführen, befehligen.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτηλᾰτέω: ὁδηγῶ στρατὸν εἰς τὴν μάχην, εἰς πόλεμον, ἐπί τινα, ἐπὶ χώραν Ἡροδ. 1. 124, 5. 31, κ.ἀλλ.· στρ. ἐκεῖσε Αἰσχύλ. Πέρσ. 717· δεῦρο Εὐρ. Ἡρακλ. 465· ἀπολ., Ἡρόδ. 7. 108. Αἰσχύλ. Εὐμ. 687. ΙΙ. μετὰ γεν., εἶμαι διοικητής, διοικῶ, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 61, Ρῆσ. 276· μετὰ δοτικ., ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 52, Ἠλ. 321, 917.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 être chef d’armée;
2 diriger une expédition contre, dat. ou ἐπί et l’acc..
Étymologie: στρατηλάτης.

Greek Monotonic

στρᾰτηλᾰτέω: μέλ. -ήσω,
I. οδηγώ το στράτευμα στο πεδίο της μάχης, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
II. με γεν., είμαι διοικητής, διοικώ, εξουσιάζω, σε Ευρ.· με δοτ., στον ίδ.