συγκατακτείνω: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[φονεύω]] κάποιον [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κατακτείνω]] «[[φονεύω]]»].
|mltxt=Α<br />[[φονεύω]] κάποιον [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κατακτείνω]] «[[φονεύω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγκατακτείνω:''' αόρ. βʹ <i>-κατέκτᾰνον</i>, ανώμ. μτχ. -[[κατακτάς]]· [[σκοτώνω]], [[σφαγιάζω]] μαζί, ομαδικά, σε Σοφ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 01:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατακτείνω Medium diacritics: συγκατακτείνω Low diacritics: συγκατακτείνω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΚΤΕΙΝΩ
Transliteration A: synkatakteínō Transliteration B: synkatakteinō Transliteration C: sygkatakteino Beta Code: sugkataktei/nw

English (LSJ)

   A slay together, aor. 2 part., συγκατακτὰς . . βοτὰ καὶ βοτῆρας S.Aj.230 (lyr.); but -έκτᾰνον E.Or. 1089.

German (Pape)

[Seite 965] (s. κτείνω), mit od. zugleich tödten; συγκατακτὰς βοτὰ καὶ βοτῆρας, Soph. Ai. 226, συγκατέκτανον, Eur. Or. 1089.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατακτείνω: κτείνω, φονεύω ὁμοῦ, μετοχ. ἀορ. β΄, ξυγκατακτάς... βοτὰ καὶ βοτῆρας Σοφ. Αἴ. 230· ἀλλὰ -έκτανον Εὐρ. Ὀρ. 1089.

French (Bailly abrégé)

tuer avec, massacrer.
Étymologie: σύν, κατακτείνω.

Greek Monolingual

Α
φονεύω κάποιον μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατακτείνω «φονεύω»].

Greek Monolingual

Α
φονεύω κάποιον μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατακτείνω «φονεύω»].

Greek Monotonic

συγκατακτείνω: αόρ. βʹ -κατέκτᾰνον, ανώμ. μτχ. -κατακτάς· σκοτώνω, σφαγιάζω μαζί, ομαδικά, σε Σοφ., Ευρ.