Συβαρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
(6_13a)
(6)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Σῠβᾰρίζω''': μέλλ. -ίσω, ζῶ ὡς [[Συβαρίτης]], ζῶ φιληδόνως, τρυφῶ, Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 269. 52· - συβαρίζειν [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 344, καὶ συβαρισμός παρὰ Φρυνίχῳ τῷ Κωμικῷ κατὰ τὸν Σχολιαστ. Ἀριστοφ., ἔνθ’ ἀνωτ., [[μετὰ]] ῡ ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις, ἐνῷ τὸ υ τοῦ [[Σύβαρις]] καὶ τῶν παραγώγων [[εἶναι]] βραχύ· [[ἐντεῦθεν]] ὁ Meineke διώρθωσε παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. σῡβριάζειν (ἴδε τὴν λέξ.), καὶ παρὰ Φρυνίχ. ἔνθ’ ἀνωτ. Συβαριασμός.
|lstext='''Σῠβᾰρίζω''': μέλλ. -ίσω, ζῶ ὡς [[Συβαρίτης]], ζῶ φιληδόνως, τρυφῶ, Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 269. 52· - συβαρίζειν [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 344, καὶ συβαρισμός παρὰ Φρυνίχῳ τῷ Κωμικῷ κατὰ τὸν Σχολιαστ. Ἀριστοφ., ἔνθ’ ἀνωτ., [[μετὰ]] ῡ ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις, ἐνῷ τὸ υ τοῦ [[Σύβαρις]] καὶ τῶν παραγώγων [[εἶναι]] βραχύ· [[ἐντεῦθεν]] ὁ Meineke διώρθωσε παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. σῡβριάζειν (ἴδε τὴν λέξ.), καὶ παρὰ Φρυνίχ. ἔνθ’ ἀνωτ. Συβαριασμός.
}}
{{lsm
|lsmtext='''Σῠβᾰρίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, ζω όπως [[ένας]] [[Συβαρίτης]], [[καλοπερνώ]] όπως ο [[κάτοικος]] της πόλης [[Σύβαρις]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 01:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σῠβαρίζω Medium diacritics: Συβαρίζω Low diacritics: Συβαρίζω Capitals: ΣΥΒΑΡΙΖΩ
Transliteration A: Sybarízō Transliteration B: Sybarizō Transliteration C: Syvarizo Beta Code: *subari/zw

English (LSJ)

   A live like a Sybarite or voluptuary, Archyt. ap. Stob.4.1.138.

Greek (Liddell-Scott)

Σῠβᾰρίζω: μέλλ. -ίσω, ζῶ ὡς Συβαρίτης, ζῶ φιληδόνως, τρυφῶ, Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 269. 52· - συβαρίζειν ὡσαύτως ἀπαντᾷ ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 344, καὶ συβαρισμός παρὰ Φρυνίχῳ τῷ Κωμικῷ κατὰ τὸν Σχολιαστ. Ἀριστοφ., ἔνθ’ ἀνωτ., μετὰ ῡ ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις, ἐνῷ τὸ υ τοῦ Σύβαρις καὶ τῶν παραγώγων εἶναι βραχύ· ἐντεῦθεν ὁ Meineke διώρθωσε παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. σῡβριάζειν (ἴδε τὴν λέξ.), καὶ παρὰ Φρυνίχ. ἔνθ’ ἀνωτ. Συβαριασμός.

Greek Monotonic

Σῠβᾰρίζω: μέλ. -ίσω, ζω όπως ένας Συβαρίτης, καλοπερνώ όπως ο κάτοικος της πόλης Σύβαρις, σε Αριστοφ.