τειχεσιπλήτης: Difference between revisions

From LSJ

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομαhave the name of virtue always on one's tongue

Source
(40)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] του Άρεως) αυτός που προσβάλλει και καταστρέφει τα τείχη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τείχεσι</i>, δοτ. πληθ. της λ. [[τεῖχος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πλήτης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πλητ</i>-, με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]] της ρίζας <i>πελᾶ</i>- του [[πέλας]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i>)].
|mltxt=ὁ, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] του Άρεως) αυτός που προσβάλλει και καταστρέφει τα τείχη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τείχεσι</i>, δοτ. πληθ. της λ. [[τεῖχος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πλήτης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πλητ</i>-, με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]] της ρίζας <i>πελᾶ</i>- του [[πέλας]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τειχεσιπλήτης:''' -ου, ὁ ([[πελάζω]]), αυτός που προσβάλλει, που πλήττει τα τείχη, δηλ. αυτός που επιτίθεται αιφνιδιαστικά και βίαια στις πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 02:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τειχεσιπλήτης Medium diacritics: τειχεσιπλήτης Low diacritics: τειχεσιπλήτης Capitals: ΤΕΙΧΕΣΙΠΛΗΤΗΣ
Transliteration A: teichesiplḗtēs Transliteration B: teichesiplētēs Transliteration C: teichesiplitis Beta Code: teixesiplh/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (πελάζω) only in voc. -πλῆτα,

   A approacher of walls, i.e. stormer of cities, epith. of Ares, Il.5.31,455 (where -βλῆτα was read by Zenod. etc.): cf. δασπλῆτις.

German (Pape)

[Seite 1080] ὁ, der sich als Feind den Mauern nähert, gegen sie anstürmt, Ares, im voc. τειχεσιπλῆτα, Il. 5, 31. 455.

Greek (Liddell-Scott)

τειχεσιπλήτης: -ου, ὁ, (πελάζω) ὁ τὰ τείχη πλήττων, προσβάλλων ἐξ ἐφόδου, ἐπίθετ. τοῦ Ἄρεως. Ἰλ. Ε. 31, 455 (ἔνθα -βλήτης εἶναι πλημμ. γραφή)· ― ὁ Νικήτ. ἔχει κριὸς τειχεσιπλήκτης, ὁ πλήττων τὰ τείχη· πρβλ. δασπλῆτις. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τειχεσιπλῆτα· προσπελάζων τείχεσι». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 432.

French (Bailly abrégé)

seul. voc. τειχεσιπλῆτα;
qui s’approche des murailles pour les saper, destructeur de remparts (Arès).
Étymologie: τεῖχος, πελάω.

English (Autenrieth)

stormer of walls or cities, Il. 5.31 and 455.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ως προσωνυμία του Άρεως) αυτός που προσβάλλει και καταστρέφει τα τείχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τείχεσι, δοτ. πληθ. της λ. τεῖχος + -πλήτης (< θ. πλητ-, με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν της ρίζας πελᾶ- του πέλας + κατάλ. -της)].

Greek Monotonic

τειχεσιπλήτης: -ου, ὁ (πελάζω), αυτός που προσβάλλει, που πλήττει τα τείχη, δηλ. αυτός που επιτίθεται αιφνιδιαστικά και βίαια στις πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ.