τενθεία: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[τενθεύω]]<br />[[γαστριμαργία]], [[λαιμαργία]] («πολλήν τε τενθείαν λέγεις», <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=ἡ, Α [[τενθεύω]]<br />[[γαστριμαργία]], [[λαιμαργία]] («πολλήν τε τενθείαν λέγεις», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''τενθεία:''' ἡ, [[λιχουδιά]], [[λαιμαργία]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 02:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τενθεία Medium diacritics: τενθεία Low diacritics: τενθεία Capitals: ΤΕΝΘΕΙΑ
Transliteration A: tentheía Transliteration B: tentheia Transliteration C: tentheia Beta Code: tenqei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A lickerishness, gluttony, Ar.Av.1691, Alciphr.3.24.

German (Pape)

[Seite 1091] ἡ, das Benagen, Naschen, Leckerei; – Naschlust, Ar. Av. 1689; Alciphr 3, 24.

Greek (Liddell-Scott)

τενθεία: ἡ, γαστριμαργία, λαιμαργία, λιχνεία, «λιχουδιά», Ἀριστοφ. Ὄρν. 1691, Ἀλκίφρων 3. 24.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de sucer ; gourmandise.
Étymologie: τένθης.

Greek Monolingual

ἡ, Α τενθεύω
γαστριμαργία, λαιμαργία («πολλήν τε τενθείαν λέγεις», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

τενθεία: ἡ, λιχουδιά, λαιμαργία, σε Αριστοφ.