τλησικάρδιος: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[σκληρόκαρδος]] («τίς ὧδε [[τλησικάρδιος]] θεῶν, ὅτῳ τάδ' ἐπιχαρῇ;», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπομονητικός]], [[καρτερικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τλησικαρδίως</i> Α<br />καρτερικά, υπομονητικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τλη</i>-<i>σι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>τλή</i>-<i>θυμος</i> και [[τάλας]]), σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (<b>βλ. λ.</b> [[τέρπω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>κάρδιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[καρδία]]), <b>πρβλ.</b> <i>ταραξι</i>-<i>κάρδιος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[σκληρόκαρδος]] («τίς ὧδε [[τλησικάρδιος]] θεῶν, ὅτῳ τάδ' ἐπιχαρῇ;», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπομονητικός]], [[καρτερικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τλησικαρδίως</i> Α<br />καρτερικά, υπομονητικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τλη</i>-<i>σι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>τλή</i>-<i>θυμος</i> και [[τάλας]]), σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (<b>βλ. λ.</b> [[τέρπω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>κάρδιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[καρδία]]), <b>πρβλ.</b> <i>ταραξι</i>-<i>κάρδιος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τλησῑκάρδιος:''' -ον ([[καρδία]]),<br /><b class="num">I.</b> [[σκληρός]], [[ισχυρός]] στην [[καρδιά]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[άθλιος]], [[ελεεινός]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 02:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τλησῐκάρδιος Medium diacritics: τλησικάρδιος Low diacritics: τλησικάρδιος Capitals: ΤΛΗΣΙΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: tlēsikárdios Transliteration B: tlēsikardios Transliteration C: tlisikardios Beta Code: tlhsika/rdios

English (LSJ)

ον,

   A hard-hearted, A.Pr.160 (lyr.).    II enduring, <ἀ>πένθεια (v. Addenda) τ. Id.Ag.430 (lyr.; τηξικάρδιος Auratus from Sch., τὴν καρδίαν τήκουσα). Cf. ταλακάρδιος.

German (Pape)

[Seite 1123] = ταλακάρδιος; Aesch. Prom. 159; πένθεια, Ag. 430.

Greek (Liddell-Scott)

τλησῐκάρδιος: -ον, ὁ τὴν καρδίαν ἰσχυρός, Αἰσχύλ. Πρ. 159. - Ἐπίρρ. -ως, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 272, παρὰ Τζέτζ. Ἐξ. Ἰλ. 148 τληκαρδίως. ΙΙ. ἄθλιος, ἐλεεινός, πένθεια τλ. (ἔνθα ὁ Σχολ. θὰ εἶχεν ἀναγνώσῃ τηξικάρδιος) Αἰσχύλ. Ἀγ. 430. Πρβλ. ταλακάρδιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au cœur patient, courageux.
Étymologie: τλάω, καρδία.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. σκληρόκαρδος («τίς ὧδε τλησικάρδιος θεῶν, ὅτῳ τάδ' ἐπιχαρῇ;», Αισχύλ.)
2. υπομονητικός, καρτερικός.
επίρρ...
τλησικαρδίως Α
καρτερικά, υπομονητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη-σι- (βλ. λ. τλή-θυμος και τάλας), σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. ταραξι-κάρδιος].

Greek Monotonic

τλησῑκάρδιος: -ον (καρδία),
I. σκληρός, ισχυρός στην καρδιά, σε Αισχύλ.
II. άθλιος, ελεεινός, σε Αισχύλ.