τριγλοφόρος: Difference between revisions
From LSJ
(41) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που φέρει τρίγλες, που έχει [[μπαρμπούνια]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[τριγλοφόρος]] [[χιτών]]» — [[δίχτυ]] για [[αλιεία]] τρίγλης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρίγλη]] «[[μπαρμπούνι]]» <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]]. | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που φέρει τρίγλες, που έχει [[μπαρμπούνια]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[τριγλοφόρος]] [[χιτών]]» — [[δίχτυ]] για [[αλιεία]] τρίγλης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρίγλη]] «[[μπαρμπούνι]]» <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τριγλοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κουβαλά [[μπαρμπούνια]], [[τριγλοφόρος]] [[χιτών]], [[δίχτυ]] για το [[πιάσιμο]], την [[αλίευση]] των μπαρμπουνιών, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A bearing mullets, τ. χιτών a net for catching them, AP6.11 (Satyrius).
Greek (Liddell-Scott)
τριγλοφόρος: -ον, ὁ φέρων τρίγλας, τρ. χιτών, δίκτυον πρὸς ἄγρευσιν αὐτῶν, Ἀνθ. Π. 6. 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui contient des mulets ou des rougets (filet).
Étymologie: τρίγλα, φέρω.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που φέρει τρίγλες, που έχει μπαρμπούνια
2. φρ. «τριγλοφόρος χιτών» — δίχτυ για αλιεία τρίγλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγλη «μπαρμπούνι» + -φόρος].
Greek Monotonic
τριγλοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κουβαλά μπαρμπούνια, τριγλοφόρος χιτών, δίχτυ για το πιάσιμο, την αλίευση των μπαρμπουνιών, σε Ανθ.