τηνῶ: Difference between revisions
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
(41) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> (<b>δωρ. τ.</b>) [[εκεί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχ. τ. της αφαιρετικής πτώσης του [[τῆνος]], δωρ. τ. του [[ἐκεῖνος]]. | |mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> (<b>δωρ. τ.</b>) [[εκεί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχ. τ. της αφαιρετικής πτώσης του [[τῆνος]], δωρ. τ. του [[ἐκεῖνος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τηνῶ:''' επίρρ., Δωρ. αντί [[ἐκεῖ]], σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:12, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv. of τῆνος, Dor. for ἐκεῖθεν, Theoc.3.25.
German (Pape)
[Seite 1108] adv., dor. statt ἐκεῖ, Theocr. 3, 25, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
τηνῶ: Ἐπίρρ. τοῦ τῆνος, Δωρικ. ἀντὶ ἐκεῖ, τὰν βαίταν ἀποδὺς ἐς κύματα τηνῶ ἁλεῦμαι Θεόκρ. 3. 25 (κοινῶς τῆνα).
French (Bailly abrégé)
adv.
là ; de là.
Étymologie: τῆνος.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. (δωρ. τ.) εκεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. τ. της αφαιρετικής πτώσης του τῆνος, δωρ. τ. του ἐκεῖνος.
Greek Monotonic
τηνῶ: επίρρ., Δωρ. αντί ἐκεῖ, σε Θεόκρ.