τρισύλλαβος: Difference between revisions

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source
(42)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τρισύλλαβος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που αποτελείται από [[τρεις]] συλλαβές (α. «τρισύλλαβη [[λέξη]]» β. «ἐπήκουσα τῆς ἐπῳδῆς, ἦν δὲ [[τρισύλλαβος]]», Λουκ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τρισυλλάβως]] Α<br />με [[τρεις]] συλλαβές, σε [[τρεις]] συλλαβές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[σύλλαβος]] (<span style="color: red;"><</span> [[συλλαβή]]), <b>πρβλ.</b> <i>πεντα</i>-[[σύλλαβος]]].
|mltxt=-η, -ο / [[τρισύλλαβος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που αποτελείται από [[τρεις]] συλλαβές (α. «τρισύλλαβη [[λέξη]]» β. «ἐπήκουσα τῆς ἐπῳδῆς, ἦν δὲ [[τρισύλλαβος]]», Λουκ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τρισυλλάβως]] Α<br />με [[τρεις]] συλλαβές, σε [[τρεις]] συλλαβές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[σύλλαβος]] (<span style="color: red;"><</span> [[συλλαβή]]), <b>πρβλ.</b> <i>πεντα</i>-[[σύλλαβος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρῐσύλλᾰβος:''' -ον ([[συλλαβή]]), αυτός που αποτελείται από [[τρεις]] συλλαβές, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 02:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρισύλλᾰβος Medium diacritics: τρισύλλαβος Low diacritics: τρισύλλαβος Capitals: ΤΡΙΣΥΛΛΑΒΟΣ
Transliteration A: trisýllabos Transliteration B: trisyllabos Transliteration C: trisyllavos Beta Code: trisu/llabos

English (LSJ)

ον,

   A trisyllabic, D.H.Comp.17, A.D.Synt.8.1, Heph.3.2, Luc.Philops.35. Adv. -βως A.D.Pron.78.23.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐσύλλᾰβος: -ον, ὁ ἐκ τριῶν συλλαβῶν συγκείμενος, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 17, Λουκ. Φιλοψ. 35· ἐπίρρ. -βως, Ἀπολλών. π. Ἀντωνυμ. 360. -Ὡσαύτως τρισυλλαβιαῖος, α, ον, Τζέτζ. ἐν Κραμ. Ὀξ. Ἀν. τ. 3, σ. 225, 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de trois syllabes, trisyllabique.
Étymologie: τρεῖς, συλλαβή.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρισύλλαβος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αποτελείται από τρεις συλλαβές (α. «τρισύλλαβη λέξη» β. «ἐπήκουσα τῆς ἐπῳδῆς, ἦν δὲ τρισύλλαβος», Λουκ.).
επίρρ...
τρισυλλάβως Α
με τρεις συλλαβές, σε τρεις συλλαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -σύλλαβος (< συλλαβή), πρβλ. πεντα-σύλλαβος].

Greek Monotonic

τρῐσύλλᾰβος: -ον (συλλαβή), αυτός που αποτελείται από τρεις συλλαβές, σε Λουκ.