ὑπανίημι: Difference between revisions
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
(43) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />(μτβ. και αμτβ.) [[μετριάζω]] [[κάπως]], [[χαλαρώνω]] λίγο (α. «ὑπανίει τῶν δεσμῶν», <b>Ιώσ.</b><br />β. «τοῡ φόβου μικρὸν ὑπανέντος», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀνίημι]] «[[χαλαρώνω]]»]. | |mltxt=Α<br />(μτβ. και αμτβ.) [[μετριάζω]] [[κάπως]], [[χαλαρώνω]] λίγο (α. «ὑπανίει τῶν δεσμῶν», <b>Ιώσ.</b><br />β. «τοῡ φόβου μικρὸν ὑπανέντος», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀνίημι]] «[[χαλαρώνω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπανίημι:''' μειώνομαι ή [[χαλαρώνω]] για λίγο, σε Πλούτ.· αμτβ., <i>τοῦφόβου ὑπανέντος</i> (μτχ. αόρ. βʹ), στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:16, 31 December 2018
English (LSJ)
A remit or relax a little, τὸ λίαν ἀπάνθρωπον Plu.Dio7; ὑ. τῶν δεσμῶν relax the strictness of... J.AJ2.5.1:—Pass., δύναμις ὑπανειμένη μᾶλλον Dsc.1.68. II intr., τοῦ φόβου μικρὸν ὑπανέντος Plu.Aem.23:—so in Pass., Ph.2.87, al.
German (Pape)
[Seite 1182] (s. ἵημι), ein wenig nachlassen, Sp.; φόβου μικρὸν ὑπανέντος Plut. Aemil. Paul. 23.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπανίημι: χαλαρώνω ὀλίγον, μετριάζω κἄπως, τὸ λίαν ἀπάνθρωπον Πλουτ. Δίων 7· ὑπανίει τῶν δεσμῶν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 5, 1. ΙΙ. ἀμεταβ., τοῦ φόβου ὑπανέντος Πλουτ. Αἰμίλ. 23· καὶ οὕτως ἐν τῷ παθ., Φίλων.
French (Bailly abrégé)
f. ὑπανήσω, ao. ὑπανῆκα, etc.
1 relâcher peu à peu, acc.;
2 intr. se relâcher.
Étymologie: ὑπό, ἀνίημι.
Greek Monolingual
Α
(μτβ. και αμτβ.) μετριάζω κάπως, χαλαρώνω λίγο (α. «ὑπανίει τῶν δεσμῶν», Ιώσ.
β. «τοῡ φόβου μικρὸν ὑπανέντος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἀνίημι «χαλαρώνω»].
Greek Monotonic
ὑπανίημι: μειώνομαι ή χαλαρώνω για λίγο, σε Πλούτ.· αμτβ., τοῦφόβου ὑπανέντος (μτχ. αόρ. βʹ), στον ίδ.