ὑπένδυμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ύματος, τὸ, Α [[ὑπενδύω]]<br />εσωτερικό [[ένδυμα]].
|mltxt=-ύματος, τὸ, Α [[ὑπενδύω]]<br />εσωτερικό [[ένδυμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπένδῠμα:''' -ατος, τό, εσωτερικό [[ρούχο]], [[ένδυμα]], [[εσώρουχο]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 02:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπένδῠμα Medium diacritics: ὑπένδυμα Low diacritics: υπένδυμα Capitals: ΥΠΕΝΔΥΜΑ
Transliteration A: hypéndyma Transliteration B: hypendyma Transliteration C: ypendyma Beta Code: u(pe/nduma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A undergarment, AP6.201 (Marc. Arg.), 292 (Hedyl.).

German (Pape)

[Seite 1187] τό, das Unterkleid; χιτῶνος M. Arg. 20 (VI, 201); Hedyl. 2 (App. 28).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπένδῠμα: τό, ἐσωτερικὸν ἔνδυμα, Ἀνθ. Παλατ. 6. 201.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
vêtement de dessous.
Étymologie: ὑπενδύομαι.

Greek Monolingual

-ύματος, τὸ, Α ὑπενδύω
εσωτερικό ένδυμα.

Greek Monotonic

ὑπένδῠμα: -ατος, τό, εσωτερικό ρούχο, ένδυμα, εσώρουχο, σε Ανθ.