ὑπερπαίω: Difference between revisions
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
(43) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br />[[υπερτερώ]] («τοσοῡτον... ὑπερπέπαικας πλούτῳ τοὺς ἄλλους», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παίω]] «[[χτυπώ]], [[βάλλω]]»]. | |mltxt=ΜΑ<br />[[υπερτερώ]] («τοσοῡτον... ὑπερπέπαικας πλούτῳ τοὺς ἄλλους», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παίω]] «[[χτυπώ]], [[βάλλω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπερπαίω:''' [[κυρίως]] σε παρακ. <i>-πέπαικα</i>, [[χτυπώ]] από πάνω, δηλ. [[υπερέχω]], [[ξεπερνώ]], [[υπερτερώ]], [[υπερβαίνω]], [[υπερβάλλω]], με γεν., σε Αριστοφ.· με αιτ., σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:24, 31 December 2018
English (LSJ)
mostly used in pf. -πέπαικα,
A overstrike, surpass, exceed, c. gen., πολὺ δ' ὑπερπέπαικεν τούτων Ar.Ec.1118: c. acc., τοσοῦτον ὑπερπέπαικας πλούτῳ τοὺς ἄλλους D.50.34, cf. Plb.14.5.14, J.Ap.1.34, Luc.Im.9, Aristocl. ap. Eus.PE15.2, Hld.7.9, Iamb. in Nic.p.32P.; τὰ -παίοντα χρήματα Supp.Epigr.3.509 (Thrace, iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1200] (s. παίω), überschreiten, übertreffen, τινός, Ar. Eccl. 1118; Ath. XII, 538 b; ὑπερπέπαικας τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους πλούτῳ Dem. 50, 34; τὸ γεγονὸς ὑπερεπεπαίκει τῇ δεινότητι πάσας τὰς προειρημένας πράξεις Pol. 14, 5, 14; Sp., wie Luc. Catapl. 27.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερπαίω: τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν τῷ πρκμ. ὑπερπέπαικα, κτυπῶ ὑπεράνω, ὑπερβάλλω, ὑπερτερῶ, ὑπερνικῶ, μετὰ γεν., πολὺ δ’ ὑπερπέπαικεν τούτων Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1118· μετ’ αἰτιατ., τοσοῦτον ὑπερπέπαικας πλούτῳ τοὺς ἄλλους Δημ. 1217. 18, πρβλ. Πολύβ. 14. 5, 14, Λουκ. Εἰκόνες 9, Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 792A.
French (Bailly abrégé)
pf. ὑπερπέπαικα;
l’emporter sur, (litt. frapper sur), gén..
Étymologie: ὑπέρ, παίω.
Greek Monolingual
ΜΑ
υπερτερώ («τοσοῡτον... ὑπερπέπαικας πλούτῳ τοὺς ἄλλους», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + παίω «χτυπώ, βάλλω»].
Greek Monotonic
ὑπερπαίω: κυρίως σε παρακ. -πέπαικα, χτυπώ από πάνω, δηλ. υπερέχω, ξεπερνώ, υπερτερώ, υπερβαίνω, υπερβάλλω, με γεν., σε Αριστοφ.· με αιτ., σε Δημ.