ὑπερπαίω
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
English (LSJ)
mostly used in pf. -πέπαικα, overstrike, surpass, exceed, c. gen., πολὺ δ' ὑπερπέπαικεν τούτων Ar.Ec.1118: c. acc., τοσοῦτον ὑπερπέπαικας πλούτῳ τοὺς ἄλλους D.50.34, cf. Plb.14.5.14, J.Ap.1.34, Luc.Im.9, Aristocl. ap. Eus.PE15.2, Hld.7.9, Iamb. in Nic.p.32P.; τὰ ὑπερπαίοντα χρήματα Supp.Epigr.3.509 (Thrace, iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1200] (s. παίω), überschreiten, übertreffen, τινός, Ar. Eccl. 1118; Ath. XII, 538 b; ὑπερπέπαικας τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους πλούτῳ Dem. 50, 34; τὸ γεγονὸς ὑπερεπεπαίκει τῇ δεινότητι πάσας τὰς προειρημένας πράξεις Pol. 14, 5, 14; Sp., wie Luc. Catapl. 27.
French (Bailly abrégé)
pf. ὑπερπέπαικα;
l'emporter sur, (litt. frapper sur), gén..
Étymologie: ὑπέρ, παίω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερπαίω: (преимущ. в pf. ὑπερπέπαικα) брать верх, опережать, превосходить: ὑ. τινά τινι Dem., Polyb.; превосходить кого-л. чем(в чем)-л.; πολὺ ὑ. τινός Arph. намного превзойти что-л.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερπαίω: τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν τῷ πρκμ. ὑπερπέπαικα, κτυπῶ ὑπεράνω, ὑπερβάλλω, ὑπερτερῶ, ὑπερνικῶ, μετὰ γεν., πολὺ δ’ ὑπερπέπαικεν τούτων Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1118· μετ’ αἰτιατ., τοσοῦτον ὑπερπέπαικας πλούτῳ τοὺς ἄλλους Δημ. 1217. 18, πρβλ. Πολύβ. 14. 5, 14, Λουκ. Εἰκόνες 9, Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 792A.
Greek Monolingual
ΜΑ
υπερτερώ («τοσοῦτον... ὑπερπέπαικας πλούτῳ τοὺς ἄλλους», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + παίω «χτυπώ, βάλλω»].
Greek Monotonic
ὑπερπαίω: κυρίως σε παρακ. -πέπαικα, χτυπώ από πάνω, δηλ. υπερέχω, ξεπερνώ, υπερτερώ, υπερβαίνω, υπερβάλλω, με γεν., σε Αριστοφ.· με αιτ., σε Δημ.
Middle Liddell
mostly in perf. -πέπαικα
to overstrike, i. e. to surpass, exceed, c. gen., Ar.; c. acc., Dem.