φιλοκαλέω: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> φιλοκαλήσω, <i>ao.</i> ἐφιλοκάλησα, <i>pf.</i> πεφιλοκάληκα;<br /><b>1</b> aimer les belles choses;<br /><b>2</b> mettre son amour-propre à, mettre tout son soin à, dat. <i>ou</i> acc..<br />'''Étymologie:''' [[φιλόκαλος]]. | |btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> φιλοκαλήσω, <i>ao.</i> ἐφιλοκάλησα, <i>pf.</i> πεφιλοκάληκα;<br /><b>1</b> aimer les belles choses;<br /><b>2</b> mettre son amour-propre à, mettre tout son soin à, dat. <i>ou</i> acc..<br />'''Étymologie:''' [[φιλόκαλος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φῐλοκᾰλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[αναπτύσσω]] την [[αίσθηση]] του ωραίου, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι [[πρόθυμος]], με απαρ., σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A love the beautiful, Th.2.40; φιλοκαλεῖν τὴν φύσιν . . εἰκός ἐστι Chrysipp.Stoic.2.334. 2 to be enthusiastic, esp. for the beautiful or the good, περὶ τὰς εὐωχίας λαμπρυνόμενοι Str.14.1.20; εἰς ταύτην τὴν ἐπιβολήν this project (sc. of a beautiful tomb), D.S.1.66, cf. 13.90; περὶ παιδοτροφίαν J.Ap.1.12; περὶ τὴν τῶν λόγων ἐμπειρίαν D.Chr.18.1: c. inf., φ. Ἑλληνικαῖς φυτείαις διακοσμῆσαι τὰ βασίλεια Plu.Alex.35. 3 beautify, elaborate, τὰ περὶ τὴν ἐκφορὰν βασιλικῶς D.S.20.37; τοῖς πλούτοις πεφιλοκαληκότων [τὰς κτήσεις] πρὸς ἀπόλαυσιν ib.8; in literary style, study effect, Philostr.VS2.4.2. 4 Arithm., elaborate, work out a calculation, ὡς ἔνεστί τινα δι' ἑαυτοῦ φιλοκαλήσαντα κατανοῆσαι Iamb. in Nic.p.110 P., cf. p.98 P. 5 repair, put in good order, φ. καὶ βελτιοῦν PLond.3.1044.22 (vi A. D.): —Pass., of a church, Palestine Dept. of Antiquities Quarterly 3.97 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 1280] 1) Freund des Schönen, Edlen sein, Thuc. 2, 40. – 2) sich eine Ehre woraus machen und deshalb darnach streben; c. inf., Plut. Alex. 35; D. Sic. 1, 66.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοκᾰλέω: εἶμαι φίλος τοῦ καλοῦ, τοῦ ὡραίου, καταγίνομαι εἰς τὰς καλάς, τὰς ὡραίας τέχνας, Θουκ. 2. 40· προσπαθῶ νὰ κάμω καλὴν ἐντύπωσιν, Πλούτ. 2. 1044D· φ. περί τι Ἰώσηπ. κ. Ἀπ. 1. 12, πρβλ. Στράβ. 640· ὡσαύτως, φιλ. τι Διόδ. 20. 37. 2) ὡς τὸ φιλοτιμέομαι, μετ’ ἀπαρεμφ., Πλουτ. Ἀλέξ. 25· εἴς τι Διόδ. 1. 66. 3) ἐξεργάζομαι, καλλύνω, καθαρίζω, Σουΐδ. ἐν λέξ. τολύπευμα, Ἡσύχ. ἐν λ. κορῶν, Ἐτυμ. Μέγ. 761. 50, Σχόλ. εἰς Δημ. 313. 12.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. φιλοκαλήσω, ao. ἐφιλοκάλησα, pf. πεφιλοκάληκα;
1 aimer les belles choses;
2 mettre son amour-propre à, mettre tout son soin à, dat. ou acc..
Étymologie: φιλόκαλος.
Greek Monotonic
φῐλοκᾰλέω: μέλ. -ήσω,
1. αναπτύσσω την αίσθηση του ωραίου, σε Θουκ.
2. είμαι πρόθυμος, με απαρ., σε Πλούτ.