φυκιόεις: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
(45)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-εσσα, -εν, Α<br />καλυμμένος με [[φύκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φῦκος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ι</i>-<i>όεις</i> (<b>βλ. λ.</b> -<i>όεις</i>) [[αντί]] του αναμενόμενου <i>φυκ</i>-<i>όεις</i> για μετρικούς λόγους (<b>πρβλ.</b> <i>τειχ</i>-[[ιόεις]]: [[τεῖχος]], <i>τερμ</i>-[[ιόεις]]: πιθ. [[τέρμα]].
|mltxt=-εσσα, -εν, Α<br />καλυμμένος με [[φύκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φῦκος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ι</i>-<i>όεις</i> (<b>βλ. λ.</b> -<i>όεις</i>) [[αντί]] του αναμενόμενου <i>φυκ</i>-<i>όεις</i> για μετρικούς λόγους (<b>πρβλ.</b> <i>τειχ</i>-[[ιόεις]]: [[τεῖχος]], <i>τερμ</i>-[[ιόεις]]: πιθ. [[τέρμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῡκῐόεις:''' -εσσα, -εν, αυτός που είναι [[γεμάτος]] φύκια, [[φυκώδης]], σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 02:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῡκῐόεις Medium diacritics: φυκιόεις Low diacritics: φυκιόεις Capitals: ΦΥΚΙΟΕΙΣ
Transliteration A: phykióeis Transliteration B: phykioeis Transliteration C: fykioeis Beta Code: fukio/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A full of seaweed, weed-strewn, θίν' ἐν φυκιόεντι Il. 23.693; ἐπ' ἀϊόνος . . φυκιοέσσας Theoc.11.14, cf. 21.10.

German (Pape)

[Seite 1312] όεσσα, όεν, 1) voll Tang, Meergras, Il. 23, 692. – 2) geschminkt, gefärbt, Theocr. 21, 10.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
plein d’algues.
Étymologie: φυκίον.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
καλυμμένος με φύκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦκος + κατάλ. -ι-όεις (βλ. λ. -όεις) αντί του αναμενόμενου φυκ-όεις για μετρικούς λόγους (πρβλ. τειχ-ιόεις: τεῖχος, τερμ-ιόεις: πιθ. τέρμα.

Greek Monotonic

φῡκῐόεις: -εσσα, -εν, αυτός που είναι γεμάτος φύκια, φυκώδης, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.