φλίβω: Difference between revisions
οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί → woe unto you scribes and Pharisees hypocrites
(45) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />(<b>αιολ. τ.</b>) [[θλίβω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκός [[σπάνιος]] τ. ρήματος, παρλλ. του ρ. [[θλίβω]] (<b>πρβλ.</b> <i>φλῶ</i>: <i>θλῶ</i>), ο [[οποίος]] μπορεί να συνδεθεί με τα λατ. <i>fligo</i> «[[χτυπώ]]», λετ(ον)νικά <i>bliezt</i> «[[χτυπώ]]», ρωσ. <i>blizna</i> «[[ουλή]]», τα οποία, [[ωστόσο]], δεν μπορούν να αναχθούν σε μια ΙΕ [[ρίζα]] με [[βεβαιότητα]] καθορισμένη, [[αφού]] και μια [[μορφή]] ρίζας <i>bhl</i><i>ī</i><i>ĝ</i>- «[[χτυπώ]], [[τινάζω]]», που έχει προταθεί, παραμένει υποθετική (<b>βλ.</b> και λ. <i>φλῶ</i>)]. | |mltxt=Α<br />(<b>αιολ. τ.</b>) [[θλίβω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκός [[σπάνιος]] τ. ρήματος, παρλλ. του ρ. [[θλίβω]] (<b>πρβλ.</b> <i>φλῶ</i>: <i>θλῶ</i>), ο [[οποίος]] μπορεί να συνδεθεί με τα λατ. <i>fligo</i> «[[χτυπώ]]», λετ(ον)νικά <i>bliezt</i> «[[χτυπώ]]», ρωσ. <i>blizna</i> «[[ουλή]]», τα οποία, [[ωστόσο]], δεν μπορούν να αναχθούν σε μια ΙΕ [[ρίζα]] με [[βεβαιότητα]] καθορισμένη, [[αφού]] και μια [[μορφή]] ρίζας <i>bhl</i><i>ī</i><i>ĝ</i>- «[[χτυπώ]], [[τινάζω]]», που έχει προταθεί, παραμένει υποθετική (<b>βλ.</b> και λ. <i>φλῶ</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φλίβω:''' [ῑ], [[διαλεκτικός]] [[τύπος]] του [[θλίβω]], σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:32, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῑ],
A = θλίβω, Act., only impf. in Hsch.:—Med., ὃς πολλῇς φλιῇσι παραστὰς φλίψεται ὤμους Od.17.221 (θλίψεται codd. plurimi):—Pass., Hp.Loc.Hom.13, Theoc.15.76.
German (Pape)
[Seite 1292] äol. u. ion. = θλίβω, Theocr. 15, 76; bei Hom. Od. 17, 221 ist jetzt θλίψεται hergestellt.
Greek (Liddell-Scott)
φλίβω: [ῑ], διαλεκτικὸς τύπος τοῦ θλίβω, Θεόκρ. 15. 76, διάφ. γραφ. ἐν Ὀδ. Ρ. 221 (ἔνθα νῦν φέρεται θλίβεται), πρβλ. Foës. Oec. Hipp.
French (Bailly abrégé)
f. Moy. 3ᵉ sg. φλίψεται;
éol. et ion. c. θλίβω.
Greek Monolingual
Α
(αιολ. τ.) θλίβω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός σπάνιος τ. ρήματος, παρλλ. του ρ. θλίβω (πρβλ. φλῶ: θλῶ), ο οποίος μπορεί να συνδεθεί με τα λατ. fligo «χτυπώ», λετ(ον)νικά bliezt «χτυπώ», ρωσ. blizna «ουλή», τα οποία, ωστόσο, δεν μπορούν να αναχθούν σε μια ΙΕ ρίζα με βεβαιότητα καθορισμένη, αφού και μια μορφή ρίζας bhlīĝ- «χτυπώ, τινάζω», που έχει προταθεί, παραμένει υποθετική (βλ. και λ. φλῶ)].
Greek Monotonic
φλίβω: [ῑ], διαλεκτικός τύπος του θλίβω, σε Θεόκρ.