χειροτονητός: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[χειροτονῶ]]<br />αυτός που εκλέγεται ή αναδεικνύεται με [[χειροτονία]], με [[ανάταση]] τών χεριών και όχι με [[κλήρωση]] (α. «τὰς χειροτονητὰς ἀρχὰς ἁπάσας ἑνὶ περιλαβὼν ὀνόματι ὁ [[νομοθέτης]]», Αισχίν.<br />β. «ἐγὼ χειροτονητὸς ὑφ' ἁπάντων προκριθεὶς [[ἄρχων]]», <b>Λουκιαν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χειροτονητῶς</i> Μ<br />με [[ανάταση]] τών χεριών.
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[χειροτονῶ]]<br />αυτός που εκλέγεται ή αναδεικνύεται με [[χειροτονία]], με [[ανάταση]] τών χεριών και όχι με [[κλήρωση]] (α. «τὰς χειροτονητὰς ἀρχὰς ἁπάσας ἑνὶ περιλαβὼν ὀνόματι ὁ [[νομοθέτης]]», Αισχίν.<br />β. «ἐγὼ χειροτονητὸς ὑφ' ἁπάντων προκριθεὶς [[ἄρχων]]», <b>Λουκιαν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χειροτονητῶς</i> Μ<br />με [[ανάταση]] τών χεριών.
}}
{{lsm
|lsmtext='''χειροτονητός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ., εκλεγμένος με [[ανάταση]] χεριών, σε Αισχίν.· <i>ἀρχὴ χειροτονητή</i>, εκλεγμένη [[αρχή]], αντίθ. προς το <i>κληρωτή</i>, σε Αισχίν.
}}
}}

Revision as of 02:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειροτονητός Medium diacritics: χειροτονητός Low diacritics: χειροτονητός Capitals: ΧΕΙΡΟΤΟΝΗΤΟΣ
Transliteration A: cheirotonētós Transliteration B: cheirotonētos Transliteration C: cheirotonitos Beta Code: xeirotonhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A elected by show of hands, Aeschin.3.25, Arist.Ath.54.3; ἀρχὴ χ. an elective magistracy, opp. κληρωτή, Aeschin.1.19,113,3.14, Arist.Rh. Al.1424a14.

German (Pape)

[Seite 1347] adj. verb. zu χειροτονέω, vom Volke durch Händeausstrecken, durch Stimmenmehrheit gewählt, Aesch. oft, ἀρχή, Ggstz von κληρωτή, 1, 19.

Greek (Liddell-Scott)

χειροτονητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὁ δι’ ἀνατάσεως τῶν χειρῶν ἐκλεχθείς, Αἰσχίν. 57. 23· ἀρχὴ χ., κατ’ ἐκλογὴν ὁριζομένη ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κληρωτή, ὁ αὐτὸς 3. 35., 16. 6., 55. 40· πρβλ. αἱρετός. ― Ἐπίρρ. χειροτονητῶς, διὰ χειροτονίας, Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 209, 5, ἔκδ. Λ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
élu ou décrété par un vote à main levée ; ἀρχὴ χειροτονητή ESCHN magistrature élective.
Étymologie: χειροτονέω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ χειροτονῶ
αυτός που εκλέγεται ή αναδεικνύεται με χειροτονία, με ανάταση τών χεριών και όχι με κλήρωση (α. «τὰς χειροτονητὰς ἀρχὰς ἁπάσας ἑνὶ περιλαβὼν ὀνόματι ὁ νομοθέτης», Αισχίν.
β. «ἐγὼ χειροτονητὸς ὑφ' ἁπάντων προκριθεὶς ἄρχων», Λουκιαν.).
επίρρ...
χειροτονητῶς Μ
με ανάταση τών χεριών.

Greek Monotonic

χειροτονητός: -ή, -όν, ρημ. επίθ., εκλεγμένος με ανάταση χεριών, σε Αισχίν.· ἀρχὴ χειροτονητή, εκλεγμένη αρχή, αντίθ. προς το κληρωτή, σε Αισχίν.